κροαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροαίνω''': ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ., ἐπὶ ἵππου, κτυπῶ διὰ τῶν ποδῶν, θέει πεδίοιο κροαίνων, «ἐπικρούων τοῖς ποσίν» (Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 507, πρβλ. Ο. 264· ὁ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ. προστίθησι, «ἢ ἐπιθυμῶν», ἀλλ᾿ ἐπιλέγει «τὸ κροαίνων οὐκ ἔστιν ἐπιθυμῶν, ὡς Ἀρχίλοχος ἐξέλαβεν, ἀλλ’ ἐπικροτῶν τοῖς ποσὶ διὰ τοῦ πεδίου»· κροαίνοντες πεδίοισιν Ὀππ. Κυν. 1. 279· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλου, κροαίνειν ἐν τοῖς τῶν ὑποθέσεων χωρίοις οὐδὲν [[μεῖον]] τοῦ Ὁμηρικοῦ ἵππου Φιλόστρ. ἐν Βίῳ Σοφιστ. 1, 25, σ. 537· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κρ. τὰ κοσμικά, λακτίζειν, ἀπολακτίζειν, καταφρονεῖν, Κλήμ. Ἀλεξ. 106· πλήκτρῳ λιγυρὸν [[μέλος]] κρ., [[κρούω]] διὰ τοῦ πλήκτρου, κιθαρῳδῶ, Ἀνακρεόντ. 62. 6.
|lstext='''κροαίνω''': ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ., ἐπὶ ἵππου, κτυπῶ διὰ τῶν ποδῶν, θέει πεδίοιο κροαίνων, «ἐπικρούων τοῖς ποσίν» (Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 507, πρβλ. Ο. 264· ὁ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ. προστίθησι, «ἢ ἐπιθυμῶν», ἀλλ᾿ ἐπιλέγει «τὸ κροαίνων οὐκ ἔστιν ἐπιθυμῶν, ὡς Ἀρχίλοχος ἐξέλαβεν, ἀλλ’ ἐπικροτῶν τοῖς ποσὶ διὰ τοῦ πεδίου»· κροαίνοντες πεδίοισιν Ὀππ. Κυν. 1. 279· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλου, κροαίνειν ἐν τοῖς τῶν ὑποθέσεων χωρίοις οὐδὲν [[μεῖον]] τοῦ Ὁμηρικοῦ ἵππου Φιλόστρ. ἐν Βίῳ Σοφιστ. 1, 25, σ. 537· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κρ. τὰ κοσμικά, λακτίζειν, ἀπολακτίζειν, καταφρονεῖν, Κλήμ. Ἀλεξ. 106· πλήκτρῳ λιγυρὸν [[μέλος]] κρ., [[κρούω]] διὰ τοῦ πλήκτρου, κιθαρῳδῶ, Ἀνακρεόντ. 62. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />frapper le sol <i>en parl. d’un cheval au galop</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κρούω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροαίνω Medium diacritics: κροαίνω Low diacritics: κροαίνω Capitals: ΚΡΟΑΙΝΩ
Transliteration A: kroaínō Transliteration B: kroainō Transliteration C: kroaino Beta Code: kroai/nw

English (LSJ)

only pres. part., of a horse,

   A stamp, strike with the hoof, θείῃ πεδίοιο κροαίνων Il.6.507 (where Sch.A rejects the expl. ἐπιθυμῶν, quoting Archil.176, cf. κρυαίνω) ; κροαίνοντες πεδίοισι (v.l. -ίοιο) Opp. C.1.279: abs., Philostr.Im.1.30: metaph., luxuriate, wanton, of a rhetorician, Id.VS1.25.7; also πλήκτρῳ λιγυρὸν μέλος κ. striking, Anacreont.58.6.

German (Pape)

[Seite 1511] p. = κρούω, schlagen, stampfen; vom Rosse, θέει πεδίου κροαίνων, mit den Hufen schlagend rennt es durch die Ebene, Il. 6, 507 u. 15, 264; mit Anspielung auf diese Stellen Philostr. Sophist. 1, 25, 7, wie Opp. Cyn. 1, 279 κροαίνοντες πεδίοιο. – Μέλος κροαίνειν, ein Lied auf der Cither schlagen, spielen, Anacr. 59, 6.

Greek (Liddell-Scott)

κροαίνω: ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ., ἐπὶ ἵππου, κτυπῶ διὰ τῶν ποδῶν, θέει πεδίοιο κροαίνων, «ἐπικρούων τοῖς ποσίν» (Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 507, πρβλ. Ο. 264· ὁ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ. προστίθησι, «ἢ ἐπιθυμῶν», ἀλλ᾿ ἐπιλέγει «τὸ κροαίνων οὐκ ἔστιν ἐπιθυμῶν, ὡς Ἀρχίλοχος ἐξέλαβεν, ἀλλ’ ἐπικροτῶν τοῖς ποσὶ διὰ τοῦ πεδίου»· κροαίνοντες πεδίοισιν Ὀππ. Κυν. 1. 279· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλου, κροαίνειν ἐν τοῖς τῶν ὑποθέσεων χωρίοις οὐδὲν μεῖον τοῦ Ὁμηρικοῦ ἵππου Φιλόστρ. ἐν Βίῳ Σοφιστ. 1, 25, σ. 537· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κρ. τὰ κοσμικά, λακτίζειν, ἀπολακτίζειν, καταφρονεῖν, Κλήμ. Ἀλεξ. 106· πλήκτρῳ λιγυρὸν μέλος κρ., κρούω διὰ τοῦ πλήκτρου, κιθαρῳδῶ, Ἀνακρεόντ. 62. 6.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
frapper le sol en parl. d’un cheval au galop.
Étymologie: cf. κρούω.