τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Full diacritics: κρυαίνω | Medium diacritics: κρυαίνω | Low diacritics: κρυαίνω | Capitals: ΚΡΥΑΙΝΩ |
Transliteration A: kryaínō | Transliteration B: kryainō | Transliteration C: kryaino | Beta Code: kruai/nw |
= ἱμείρω, Theognost.Can.21 (cf. Archil.176).
και κρυγαίνω (Μ κρυαίνω) κρύος
νεοελλ.
1. (μτβ.) κάνω κάτι κρύο, ψύχω, ψυχραίνω
2. (αμτβ. κυριολ. και μτφ.) γίνομαι κρύος, κρυώνω, ψυχραίνομαι
3. αποθαρρύνομαι
μσν.
ί. επιθυμώ πολύ, ποθώ
2. κρυολογώ.