ἐγκλείω: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκλείω''': Ἰων. ἐγκληΐω, Ἀττ. [[κλῄω]], Ἐπ. [[ἐνικλείω]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1029· [[κλείω]], [[ὅπως]] τὰς πύλας ἐγκλῃΐσειε Ἡρόδ. 4. 78· [[θύρα]] ἐγκεκλῃμένη Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. [[κατακλείω]], [[κλείω]] [[ἐντός]], [[περιορίζω]], ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (ἀντὶ ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος) Σοφ. Αἴ. 1274· δόμοις ἐγκεκλῃμένος ὁ αὐτ. Τρ. 579: - [[καθόλου]], [[κατακλείω]], [[περιορίζω]], γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει ὁ αὐτ. Ἀντ. 180· εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι [[φόβος]] [[αὐτόθι]] 505· [[στόμα]] ἐγκλ. Εὐρ. Ἑκ. 1284. ΙΙΙ. Μέσ., [[κλείω]] ἐμαυτὸν [[ἐντός]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 9. 2) [[ἐγκλείω]] μετ᾿ [[ἐμαυτοῦ]], Λουκ. Ἀλέξ. 41.
|lstext='''ἐγκλείω''': Ἰων. ἐγκληΐω, Ἀττ. [[κλῄω]], Ἐπ. [[ἐνικλείω]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1029· [[κλείω]], [[ὅπως]] τὰς πύλας ἐγκλῃΐσειε Ἡρόδ. 4. 78· [[θύρα]] ἐγκεκλῃμένη Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. [[κατακλείω]], [[κλείω]] [[ἐντός]], [[περιορίζω]], ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (ἀντὶ ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος) Σοφ. Αἴ. 1274· δόμοις ἐγκεκλῃμένος ὁ αὐτ. Τρ. 579: - [[καθόλου]], [[κατακλείω]], [[περιορίζω]], γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει ὁ αὐτ. Ἀντ. 180· εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι [[φόβος]] [[αὐτόθι]] 505· [[στόμα]] ἐγκλ. Εὐρ. Ἑκ. 1284. ΙΙΙ. Μέσ., [[κλείω]] ἐμαυτὸν [[ἐντός]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 9. 2) [[ἐγκλείω]] μετ᾿ [[ἐμαυτοῦ]], Λουκ. Ἀλέξ. 41.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐνικλείω]];<br /><b>1</b> fermer devant, tenir fermé, fermer la bouche;<br /><b>2</b> enfermer dans, tenir enfermé dans : δόμοις SOPH dans une maison ; [[εἰς]] τὸ σωματικόν PLUT dans l’enveloppe du corps ; γλῶσσαν SOPH (la crainte tient) la langue enfermée;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐγκλείομαι;<br /><b>1</b> s’enfermer, se tenir enfermé;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> tenir renfermé en soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κλείω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκλείω Medium diacritics: ἐγκλείω Low diacritics: εγκλείω Capitals: ΕΓΚΛΕΙΩ
Transliteration A: enkleíō Transliteration B: enkleiō Transliteration C: egkleio Beta Code: e)gklei/w

English (LSJ)

Ion. ἐγκληΐω, Att. ἐγκλῄω, Ep. ἐνικλείω A.R. 2.1029:—

   A shut in, close, ὅκως τὰς πύλας ἐγκληΐσειε Hdt.4.78; θύρα ἐγκεκλῃμένη Pl.Prt.314d.    II shut or confine within, ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (for ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος) S.Aj.1274; δόμοις ἐγκεκλῃμένος Id.Tr.579: generally, shut up, confine, γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει Id.Ant.180; εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος ib.505; στόμα ἐ. E.Hec. 1284.    III Med., shut oneself up in, X.HG6.5.9.    2 shut up with oneself, Luc.Alex.41.

German (Pape)

[Seite 708] (s. κλείω), ion. ἐγκληΐω, att. ἐγκλῄω, obgleich bei Soph. u. Plat. die Handschriften schwanken, einschließen, einsperren; δόμοις ἐγκεκλῃμένον (v. l. ἐγκεκλεισμένον) Soph. Tr. 576, wie Ai. 1253; τὰς πύλας ἐγκληΐσειε, verschließen, Her. 4, 78, wie ἐγκεκλῃμένης θύρας Plat. Prot. 314 d. – Med., sich einschließen, Xen. Hell. 6, 5, 9; ἑαυτόν, Luc. pro imag. 17; auch = bei sich einsperren, verborgen halten, Alex. 41. – Uebertr., ἐκ φόβου τοι γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει Soph. Ant. 180, wie εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄσοι φόβος 501; οὐκ ἐφέξετε στόμα; ἐγκλείετε Eur. Hec. 1284.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκλείω: Ἰων. ἐγκληΐω, Ἀττ. κλῄω, Ἐπ. ἐνικλείω Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1029· κλείω, ὅπως τὰς πύλας ἐγκλῃΐσειε Ἡρόδ. 4. 78· θύρα ἐγκεκλῃμένη Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. κατακλείω, κλείω ἐντός, περιορίζω, ἑρκέων ἐγκεκλῃμένος (ἀντὶ ἐντὸς ἑρκέων κεκλῃμένος) Σοφ. Αἴ. 1274· δόμοις ἐγκεκλῃμένος ὁ αὐτ. Τρ. 579: - καθόλου, κατακλείω, περιορίζω, γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει ὁ αὐτ. Ἀντ. 180· εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος αὐτόθι 505· στόμα ἐγκλ. Εὐρ. Ἑκ. 1284. ΙΙΙ. Μέσ., κλείω ἐμαυτὸν ἐντός, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 9. 2) ἐγκλείω μετ᾿ ἐμαυτοῦ, Λουκ. Ἀλέξ. 41.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐνικλείω;
1 fermer devant, tenir fermé, fermer la bouche;
2 enfermer dans, tenir enfermé dans : δόμοις SOPH dans une maison ; εἰς τὸ σωματικόν PLUT dans l’enveloppe du corps ; γλῶσσαν SOPH (la crainte tient) la langue enfermée;
Moy. ἐγκλείομαι;
1 s’enfermer, se tenir enfermé;
2 tr. tenir renfermé en soi.
Étymologie: ἐν, κλείω.