χρυσόπους: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(6_14)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσόπους''': ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἔχων [[χρυσοῦς]] πόδας, [[φορεῖον]] Πολύβ. 31. 3, 18· ἐπὶ κλίνης χρυσόποδος κατακείμενος Ἡρακλείδης ὁ Κυμαῖος παρ’ Ἀθην. 145C.
|lstext='''χρῡσόπους''': ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἔχων [[χρυσοῦς]] πόδας, [[φορεῖον]] Πολύβ. 31. 3, 18· ἐπὶ κλίνης χρυσόποδος κατακείμενος Ἡρακλείδης ὁ Κυμαῖος παρ’ Ἀθην. 145C.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που έχει χρυσά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπους Medium diacritics: χρυσόπους Low diacritics: χρυσόπους Capitals: ΧΡΥΣΟΠΟΥΣ
Transliteration A: chrysópous Transliteration B: chrysopous Transliteration C: chrysopous Beta Code: xruso/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. -πουν, gen. -ποδος,

   A gold-footed, φορεῖα Plb.30.25.18; κλίνη Heraclid.Cum. 2.

German (Pape)

[Seite 1382] οδος, mit goldenen Füßen; φορεῖον Pol. 31, 3,18; κλίνη Heraclid. bei Ath. IV, 145 c.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἔχων χρυσοῦς πόδας, φορεῖον Πολύβ. 31. 3, 18· ἐπὶ κλίνης χρυσόποδος κατακείμενος Ἡρακλείδης ὁ Κυμαῖος παρ’ Ἀθην. 145C.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει χρυσά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πους (< πούς), πρβλ. χαλκό-πους].