λαοδάμας: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾱοδάμᾱς''': [ᾰ], αντος, ὁ δαμάζων τοὺς ἄνδρας, Ἄρης Αἰσχύλ. Θήβ. 343 (Λυρ.) ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Ἰλ. Ο. 516· κλητ. Λαοδάμᾱ Ὀδ. Θ. 141, κ. ἀλλ. | |lstext='''λᾱοδάμᾱς''': [ᾰ], αντος, ὁ δαμάζων τοὺς ἄνδρας, Ἄρης Αἰσχύλ. Θήβ. 343 (Λυρ.) ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Ἰλ. Ο. 516· κλητ. Λαοδάμᾱ Ὀδ. Θ. 141, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=αντος (ὁ) :<br />dompteur des peuples <i>ou</i> du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], [[δαμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
αντος, ὁ,
A subduer of peoples, Ἄρης A.Th.343 (lyr.). II in Hom. only as pr.n., Il.15.516; voc. -δάμᾱ Od.8.141, 153.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοδάμᾱς: [ᾰ], αντος, ὁ δαμάζων τοὺς ἄνδρας, Ἄρης Αἰσχύλ. Θήβ. 343 (Λυρ.) ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, Ἰλ. Ο. 516· κλητ. Λαοδάμᾱ Ὀδ. Θ. 141, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ) :
dompteur des peuples ou du peuple.
Étymologie: λαός, δαμάω.