προσταγή: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προστᾰγή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318. | |lstext='''προστᾰγή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[πρόσταγμα]].<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, = sq., LXX Da.3.28 (95), Sammelb.3924.15 (i A.D.), Diog.Oen.11, Ps.-Plu.Fluv.6.4, 10.2;
A κατὰ -ταγήν τινος τινος J.AJ1.7.1, al.; προσταγῇ IG42(1).497 (Epid., ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 780] ἡ, = πρόσταγμα, Sp., wie Lycophr. 138 Schol. Thuc. 4, 118.
Greek (Liddell-Scott)
προστᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318.