καικίας: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καικίας''': -ου, ὁ, ὁ βορειοανατολικὸς [[ἄνεμος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12 καὶ 21, Προβλ. 26. 1, π. Κόσμ. 4. 12, κἑξ., Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 37· [[καικίας]] καὶ [[συκοφαντίας]] πνεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 437 (λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ [[καικίας]]).
|lstext='''καικίας''': -ου, ὁ, ὁ βορειοανατολικὸς [[ἄνεμος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12 καὶ 21, Προβλ. 26. 1, π. Κόσμ. 4. 12, κἑξ., Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 37· [[καικίας]] καὶ [[συκοφαντίας]] πνεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 437 (λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ [[καικίας]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />vent du sud-est ; <i>sel. d’autres</i>, du sud-ouest = <i>lat.</i> vulturnus.<br />'''Étymologie:''' DELG de Κάϊκος, fl. d’Éolide.
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καικίας Medium diacritics: καικίας Low diacritics: καικίας Capitals: ΚΑΙΚΙΑΣ
Transliteration A: kaikías Transliteration B: kaikias Transliteration C: kaikias Beta Code: kaiki/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A north-east wind, Arist.Mete.363b17, Pr.940a18, Mu. 394b22, IG14.1308, Plu.Sert.17, Gp.1.11.2; καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ Ar.Eq.437. (Derived from the river Κάϊκος by Ach.Tat.Intr. Arat.33.)

German (Pape)

[Seite 1294] ὁ, der Nordostwind, nach Arist. de mundo 4 der Euros ὁ ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς θερινὰς ἀνατολὰς τόπου πνέων, wie Meteorl. 2, 6; komisch Ar. Equ. 435 ὡς οὗτος ἤτοι Καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ

Greek (Liddell-Scott)

καικίας: -ου, ὁ, ὁ βορειοανατολικὸς ἄνεμος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12 καὶ 21, Προβλ. 26. 1, π. Κόσμ. 4. 12, κἑξ., Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 37· καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 437 (λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ καικίας).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vent du sud-est ; sel. d’autres, du sud-ouest = lat. vulturnus.
Étymologie: DELG de Κάϊκος, fl. d’Éolide.