ἀσώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσώδης''': [ᾰ], (ἄση) μετ’ ἄσης, [[μετὰ]] ναυτίας, [[ναυτιώδης]], [[ὀδύνη]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὁ πάσχων ἐκ ναυτιάσως, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395· ― Ἐπίρρ. -δῶς Ὀρειβάσ. ἐν Chirurg. Vett. 73. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄσις), [[ἰλυώδης]], [[βορβορώδης]], χέρσῳ τῇδ’ ἐν ἀσώδει Αἰσχύλ. Ἱκ. 32.
|lstext='''ἀσώδης''': [ᾰ], (ἄση) μετ’ ἄσης, [[μετὰ]] ναυτίας, [[ναυτιώδης]], [[ὀδύνη]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὁ πάσχων ἐκ ναυτιάσως, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395· ― Ἐπίρρ. -δῶς Ὀρειβάσ. ἐν Chirurg. Vett. 73. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄσις), [[ἰλυώδης]], [[βορβορώδης]], χέρσῳ τῇδ’ ἐν ἀσώδει Αἰσχύλ. Ἱκ. 32.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης, ες :<br />dégoûté, blasé.<br />'''Étymologie:''' [[ἄση]], -ωδης.<br /><span class="bld">2</span>ης, ες :<br />marécageux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσις]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσώδης Medium diacritics: ἀσώδης Low diacritics: ασώδης Capitals: ΑΣΩΔΗΣ
Transliteration A: asṓdēs Transliteration B: asōdēs Transliteration C: asodis Beta Code: a)sw/dhs

English (LSJ)

[ᾰ], ες, (ἄση)

   A attended with nausea, ὀδύνη prob. in Hp.Art. 19; suffering from nausea, Id.Acut.67; ἀ. στόμαχοι Dsc.1.17; surfeited, Plu.2.974b. Adv. -δως Gal.10.437.    II (ἄσις) slimy, muddy, A.Supp.31 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 382] ες, 1) (ἄσις) χέρσος, schlammig, versandet, Aesch. Suppl. 31. – 2) (ἄση), Ekel erregend, lästig, Galen.; Ekel empfindend, Plut. Sol. an. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσώδης: [ᾰ], (ἄση) μετ’ ἄσης, μετὰ ναυτίας, ναυτιώδης, ὀδύνη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὁ πάσχων ἐκ ναυτιάσως, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395· ― Ἐπίρρ. -δῶς Ὀρειβάσ. ἐν Chirurg. Vett. 73. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄσις), ἰλυώδης, βορβορώδης, χέρσῳ τῇδ’ ἐν ἀσώδει Αἰσχύλ. Ἱκ. 32.

French (Bailly abrégé)

1ης, ες :
dégoûté, blasé.
Étymologie: ἄση, -ωδης.
2ης, ες :
marécageux.
Étymologie: ἄσις.