πέλεκρα: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(6_3)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέλεκρα''': «[[ἀξίνη]]» Ἡσύχ.
|lstext='''πέλεκρα''': «[[ἀξίνη]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀξίνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. αμφίβολου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το [[πέλεκυς]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλεκρα· Medium diacritics: πέλεκρα Low diacritics: πέλεκρα Capitals: ΠΕΛΕΚΡΑ
Transliteration A: pélekra Transliteration B: pelekra Transliteration C: pelekra Beta Code: pe/lekra

English (LSJ)

ἀξίνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

πέλεκρα: «ἀξίνη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το πέλεκυς.