χερνής: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χερνής''': ῆτος, Δωρ. χερνάς, ᾶτος, ὁ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἰδίων του χειρῶν ζῶν, [[ἐργάτης]], ἄπορος [[ἄνθρωπος]], ὡς τὸ [[πένης]], Ἀνθ. Παλατ. 7. 709. 2) ὡς ἐπίθ., [[ἐνδεής]], [[πτωχικός]], ἐν δόμοις χερνῆσι Εὐρ. Ἠλ. 205 χερνῆτα βίον Ἀνθ. Παλατ. 6. 39. - Τὴν λέξιν γράφει παροξύτονον μὲν (χέρνης) ὁ Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] νῦν χερνὴς) κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[πλάνης]], [[ὀξύτονον]] δὲ (χερνὴς) ὁ Ἀρκάδ. 96, κατ’ ἐγγυτέραν ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[γυμνής]]· καὶ ὁ τονισμὸς [[οὗτος]] βεβαιοῦται ἐκ τοῦ θηλ. τύπου χερνῆσσα μνημονευομένου ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. ([[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ χέρνα, [[πενία]], [[ὅπερ]] συγγενὲς τῷ [[χῆρος]], [[χηρεύω]], careo· ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 12, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν). | |lstext='''χερνής''': ῆτος, Δωρ. χερνάς, ᾶτος, ὁ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἰδίων του χειρῶν ζῶν, [[ἐργάτης]], ἄπορος [[ἄνθρωπος]], ὡς τὸ [[πένης]], Ἀνθ. Παλατ. 7. 709. 2) ὡς ἐπίθ., [[ἐνδεής]], [[πτωχικός]], ἐν δόμοις χερνῆσι Εὐρ. Ἠλ. 205 χερνῆτα βίον Ἀνθ. Παλατ. 6. 39. - Τὴν λέξιν γράφει παροξύτονον μὲν (χέρνης) ὁ Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] νῦν χερνὴς) κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[πλάνης]], [[ὀξύτονον]] δὲ (χερνὴς) ὁ Ἀρκάδ. 96, κατ’ ἐγγυτέραν ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[γυμνής]]· καὶ ὁ τονισμὸς [[οὗτος]] βεβαιοῦται ἐκ τοῦ θηλ. τύπου χερνῆσσα μνημονευομένου ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. ([[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ χέρνα, [[πενία]], [[ὅπερ]] συγγενὲς τῷ [[χῆρος]], [[χηρεύω]], careo· ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 12, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆτος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui vit du travail de ses mains ; pauvre, misérable.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆτος, Dor. χερνάς, ᾶτος, ὁ,
A poor, needy, ἐν χερνῆσι δόμοις <*>El.207 (lyr.); χερνῆτα βίον AP6.39 (Arch.); with fem. Subst., γυνὴ χ. Gal. ap. Orib.inc.22(6).13; χέρνης Hsch., but χερνής Hdn. <*>.1.64; fem. χερνῆσσα ib.1.250. (Acc. to Hsch. from χέρνα, ἡ poverty: but acc. to Arist.Pol.1277a38 ὁ ζῶν ἀπὸ τῶν χειρῶν.)
German (Pape)
[Seite 1350] (auch χέρνης accentuirt, wogegen Arcad. p. 97, 7 spricht), ῆτος, ὁ, der Arme, Dürftige, der von seiner Hände Arbeit lebt, der Taglöhner; auch adj., ἐν χερνῆσι δόμοις ναίω Eur. El. 205; χερνῆτα βίον ἔσχον Archi. 11 (VI, 39). – Nach Aristot. pol. 3, 4,12 auf χείρ zurückzuführen, doch scheint χῆρος, χηρεύω, careo nahe zu liegen.
Greek (Liddell-Scott)
χερνής: ῆτος, Δωρ. χερνάς, ᾶτος, ὁ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἰδίων του χειρῶν ζῶν, ἐργάτης, ἄπορος ἄνθρωπος, ὡς τὸ πένης, Ἀνθ. Παλατ. 7. 709. 2) ὡς ἐπίθ., ἐνδεής, πτωχικός, ἐν δόμοις χερνῆσι Εὐρ. Ἠλ. 205 χερνῆτα βίον Ἀνθ. Παλατ. 6. 39. - Τὴν λέξιν γράφει παροξύτονον μὲν (χέρνης) ὁ Ἡσύχ. (ἔνθα νῦν χερνὴς) κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ πλάνης, ὀξύτονον δὲ (χερνὴς) ὁ Ἀρκάδ. 96, κατ’ ἐγγυτέραν ἀναλογίαν πρὸς τὸ γυμνής· καὶ ὁ τονισμὸς οὗτος βεβαιοῦται ἐκ τοῦ θηλ. τύπου χερνῆσσα μνημονευομένου ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδ. (Κατὰ τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ χέρνα, πενία, ὅπερ συγγενὲς τῷ χῆρος, χηρεύω, careo· ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 12, ὁ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶν).
French (Bailly abrégé)
ῆτος;
adj. m.
qui vit du travail de ses mains ; pauvre, misérable.
Étymologie: χείρ.