ῥάπτης: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(6_19) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥάπτης''': -ου, ὁ, ([[ῥάπτω]]) ὁ ῥάπτων, ὁ «ἐμβαλώνων», Παλλαδ. Λαυσ. 1100D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428. | |lstext='''ῥάπτης''': -ου, ὁ, ([[ῥάπτω]]) ὁ ῥάπτων, ὁ «ἐμβαλώνων», Παλλαδ. Λαυσ. 1100D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[ράπτρια]] / [[ῥάπτης]], θηλ. [[ῥάπτρια]], ΝΜΑ, και [[ράφτης]], θηλ. [[ράφτρα]], Ν, και [[ῥάπτις]], -ιδος, ΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τεχνίτης]] που κατασκευάζει ενδύματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που επιδιορθώνει ενδύματα, [[μπαλωματής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ῥάπτω)
A one who stitches, clothes-mender, Anub. in Cat.Cod.Astr.8(4).208, PHamb.56 v 7 (vi/vii A.D.), Gloss.
German (Pape)
[Seite 834] ὁ, der Zusammennäher, Flicker, Sticker, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάπτης: -ου, ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων, ὁ «ἐμβαλώνων», Παλλαδ. Λαυσ. 1100D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ράπτρια / ῥάπτης, θηλ. ῥάπτρια, ΝΜΑ, και ράφτης, θηλ. ράφτρα, Ν, και ῥάπτις, -ιδος, ΜΑ
νεοελλ.
τεχνίτης που κατασκευάζει ενδύματα
μσν.-αρχ.
αυτός που επιδιορθώνει ενδύματα, μπαλωματής.