θρόμβος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρόμβος''': ὁ, ([[τρέφω]], [[τέτροφα]]) [[ὄγκος]], [[τεμάχιον]], Λατ. grumus, [[οἷον]] ἐπὶ ἀσφάλτου, Ἡρόδ. 1. 179· [[βῶλος]], [[ὄγκος]] πεπηγότος αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 533, 546, Εὐμ. 184 (πρβλ. 164), Πλάτ. Κριτί. 120 Α, κτλ.· ἐπὶ γάλακτος πηκτοῦ, αἰγῶν ἀπόρρους θρ. Ἀντιφ. Ἀφροδ. 1. 8· θρόμβοι ἁλῶν, ὡς τὸ χόνδροι ἁλ., [[χόνδρον]] [[ἅλας]], ἄτριπτον, Σουΐδ.
|lstext='''θρόμβος''': ὁ, ([[τρέφω]], [[τέτροφα]]) [[ὄγκος]], [[τεμάχιον]], Λατ. grumus, [[οἷον]] ἐπὶ ἀσφάλτου, Ἡρόδ. 1. 179· [[βῶλος]], [[ὄγκος]] πεπηγότος αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 533, 546, Εὐμ. 184 (πρβλ. 164), Πλάτ. Κριτί. 120 Α, κτλ.· ἐπὶ γάλακτος πηκτοῦ, αἰγῶν ἀπόρρους θρ. Ἀντιφ. Ἀφροδ. 1. 8· θρόμβοι ἁλῶν, ὡς τὸ χόνδροι ἁλ., [[χόνδρον]] [[ἅλας]], ἄτριπτον, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> caillot de sang;<br /><b>2</b> grain de bitume.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρόμβος Medium diacritics: θρόμβος Low diacritics: θρόμβος Capitals: ΘΡΟΜΒΟΣ
Transliteration A: thrómbos Transliteration B: thrombos Transliteration C: thromvos Beta Code: qro/mbos

English (LSJ)

ὁ, (τρέφω, τέτροφα)

   A lump, Hdt.1.179; clot of blood, A. Ch.533, al., Pl.Criti.120a, etc.; χολῆς Hp.Morb.2.75; of milk, curd, αἰγῶν ἀπόρρους θ. Antiph.52.8; θρόμβοι ἁλῶν coarse salt, Suid.    b drop, θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες . . Ev.Luc.22.44.    2 nipple, PLond.1821.42.    II θ.· ὑψηλὸς τόπος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1219] ὁ (τρέφω), eigtl. eine geronnene Blutmasse, αἵματος, φόνου, Aesch. Ch. 526 Eum. 175; sp. D., wie Diosc. 13 (VII, 430); auch Plat. Critia. 120 a. Von geronnener Milch, Antiphan. bei Ath. X, 449 c; Nic. Al. 373. Vom Salz, das aus kleinen Theilchen zu einer Masse krystallisirt ist, Diosc.; vom Asphalt, Her. 1, 179.

Greek (Liddell-Scott)

θρόμβος: ὁ, (τρέφω, τέτροφα) ὄγκος, τεμάχιον, Λατ. grumus, οἷον ἐπὶ ἀσφάλτου, Ἡρόδ. 1. 179· βῶλος, ὄγκος πεπηγότος αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 533, 546, Εὐμ. 184 (πρβλ. 164), Πλάτ. Κριτί. 120 Α, κτλ.· ἐπὶ γάλακτος πηκτοῦ, αἰγῶν ἀπόρρους θρ. Ἀντιφ. Ἀφροδ. 1. 8· θρόμβοι ἁλῶν, ὡς τὸ χόνδροι ἁλ., χόνδρον ἅλας, ἄτριπτον, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 caillot de sang;
2 grain de bitume.
Étymologie: τρέφω.