προχόη: Difference between revisions
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(6_9) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προχόη''': ἡ, = [[πρόχοος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 456, Ἀνθολ. Π. 6. 292, Ἀλκίφρων 3. 47· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 399. | |lstext='''προχόη''': ἡ, = [[πρόχοος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 456, Ἀνθολ. Π. 6. 292, Ἀλκίφρων 3. 47· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 399. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[προχέω]]<br />η [[πρόχους]] («χρυσέην τήν δ' ἔθετο προχόην», Αλκίφρ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
(B), ἡ,
A = πρόχοος 1, A.R.1.456, AP6.292 (Hedyl.), Alciphr.3.47.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, = πρόχοος; poet. bei Suid.; Ap. Rh. 1, 456. S. auch προχύτης.
Greek (Liddell-Scott)
προχόη: ἡ, = πρόχοος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 456, Ἀνθολ. Π. 6. 292, Ἀλκίφρων 3. 47· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 399.
Greek Monolingual
ἡ, Α προχέω
η πρόχους («χρυσέην τήν δ' ἔθετο προχόην», Αλκίφρ).