σκύτευσις: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(6_3) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκύτευσις''': [ῡ], εως, ἡ, = [[σκυτεία]], Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 6. | |lstext='''σκύτευσις''': [ῡ], εως, ἡ, = [[σκυτεία]], Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Α [[σκυτεύω]]<br />η [[πράξη]] του [[σκυτεύω]], η [[κατασκευή]] [[υποδημάτων]], [[υποδηματοποιία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,= σκυτεία, Arist.EE1219a21.
Greek (Liddell-Scott)
σκύτευσις: [ῡ], εως, ἡ, = σκυτεία, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 6.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α σκυτεύω
η πράξη του σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία.