κήρωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_8)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήρωσις''': -εως, ἡ, τὸ ὑλικόν, ἡ [[οὐσία]] τοῦ κηροῦ τῶν μελισσῶν ἣν συνάγουσιν ἐκ τῶν δακρύων τῶν δένδρων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5.
|lstext='''κήρωσις''': -εως, ἡ, τὸ ὑλικόν, ἡ [[οὐσία]] τοῦ κηροῦ τῶν μελισσῶν ἣν συνάγουσιν ἐκ τῶν δακρύων τῶν δένδρων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[κήρωσις]], η (Α) [[κηρώ]]<br /><b>1.</b> το υλικό, η [[ουσία]] του κεριού τών [[μελισσών]] («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῡ δακρύου τῶν δένδρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[επικάλυψη]] με [[κερί]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήρωσις Medium diacritics: κήρωσις Low diacritics: κήρωσις Capitals: ΚΗΡΩΣΙΣ
Transliteration A: kḗrōsis Transliteration B: kērōsis Transliteration C: kirosis Beta Code: kh/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A material of bees-wax, Arist.HA553b28.

German (Pape)

[Seite 1435] ἡ, der Ueberzug von Wachs, Arist. H. A. 5, 22, vgl. κόνισις.

Greek (Liddell-Scott)

κήρωσις: -εως, ἡ, τὸ ὑλικόν, ἡ οὐσία τοῦ κηροῦ τῶν μελισσῶν ἣν συνάγουσιν ἐκ τῶν δακρύων τῶν δένδρων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5.

Greek Monolingual

κήρωσις, η (Α) κηρώ
1. το υλικό, η ουσία του κεριού τών μελισσών («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῡ δακρύου τῶν δένδρων», Αριστοτ.)
2. η επικάλυψη με κερί.