χηραμοδύτης: Difference between revisions
From LSJ
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
(6_19) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χηρᾰμοδύτης''': -ου, ὁ, ὁ εἰσδυόμενος εἰς ὀπάς, [[τρωγλοδύτης]], Ἀνθ. Παλατ. 7. 295. [ῠ φύσει, ἀλλὰ ῡ ἐν ἄρσει ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Δινδ. προτείνει χηραμοδύπτης.] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431. | |lstext='''χηρᾰμοδύτης''': -ου, ὁ, ὁ εἰσδυόμενος εἰς ὀπάς, [[τρωγλοδύτης]], Ἀνθ. Παλατ. 7. 295. [ῠ φύσει, ἀλλὰ ῡ ἐν ἄρσει ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Δινδ. προτείνει χηραμοδύπτης.] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ου, ὁ, Α<br />αυτός που εισδύει έρποντας [[μέσα]] σε τρύπες, [[τρωγλοδύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χηραμός]] «[[κοίλωμα]], οπή, [[σπήλαιο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δύτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δύτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>δύω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λωπο</i>-[[δύτης]], <i>τρωγλο</i>-[[δύτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who creeps into holes, AP7.295 (Leon.) (ῡ metri gr., nisi leg. χηραμοδύπτης).
German (Pape)
[Seite 1353] ὁ, der in Löcher od. Höhlen kriecht, Leon. Tar. 91 (VII, 295), [wo υ in der Vershebung lang ist].
Greek (Liddell-Scott)
χηρᾰμοδύτης: -ου, ὁ, ὁ εἰσδυόμενος εἰς ὀπάς, τρωγλοδύτης, Ἀνθ. Παλατ. 7. 295. [ῠ φύσει, ἀλλὰ ῡ ἐν ἄρσει ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Δινδ. προτείνει χηραμοδύπτης.] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Α
αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + -δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο-δύτης, τρωγλο-δύτης.