ταὐτό: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταὐτό''': Ἰων. [[τωὐτό]], Ἀττ. καὶ ταὐτόν, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, τὸ αὐτὸν ([[ἐνταῦθα]] σημειωτέον ὅτι τὰ σύνθετα ἐκ τοῦ ταὐτο οἱ νεώτεροι ἐκδόται συνήθως γράφουσι ταυτο [[ἄνευ]] κορωνίδος).
|lstext='''ταὐτό''': Ἰων. [[τωὐτό]], Ἀττ. καὶ ταὐτόν, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, τὸ αὐτὸν ([[ἐνταῦθα]] σημειωτέον ὅτι τὰ σύνθετα ἐκ τοῦ ταὐτο οἱ νεώτεροι ἐκδόται συνήθως γράφουσι ταυτο [[ἄνευ]] κορωνίδος).
}}
{{bailly
|btext=<i>crase att. p.</i> τὸ [[αὐτό]], <i>neutre de</i> ὁ [[αὐτός]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1074] ion. τωὐτό, att. auch ταὐτόν, neutr. von ὁ αὐτός für τὸ αὐτό, ein u. dasselbe.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτό: Ἰων. τωὐτό, Ἀττ. καὶ ταὐτόν, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, τὸ αὐτὸν (ἐνταῦθα σημειωτέον ὅτι τὰ σύνθετα ἐκ τοῦ ταὐτο οἱ νεώτεροι ἐκδόται συνήθως γράφουσι ταυτο ἄνευ κορωνίδος).

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τὸ αὐτό, neutre deαὐτός.