περιχάρεια: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_3)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιχάρεια''': [ᾰ], ἡ, ὑπερβολικὴ [[χαρά]], ἀντίθετ. τῷ [[περιωδυνία]], Πλάτ. Φίληβ. 65D, Νόμ. 732· [[ἐσφαλμένως]] δὲ φέρεται -ία, Ἀλκίφρων 3. 38, Δίων Κ. 44, 8, κτλ.
|lstext='''περιχάρεια''': [ᾰ], ἡ, ὑπερβολικὴ [[χαρά]], ἀντίθετ. τῷ [[περιωδυνία]], Πλάτ. Φίληβ. 65D, Νόμ. 732· [[ἐσφαλμένως]] δὲ φέρεται -ία, Ἀλκίφρων 3. 38, Δίων Κ. 44, 8, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=και εσφ. γρφ. [[περιχαρία]], ἡ, ΜΑ [[περιχαρής]]<br />[[μεγάλη]] [[χαρά]], το να [[είναι]] [[κανείς]] [[γεμάτος]] [[χαρά]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχάρεια Medium diacritics: περιχάρεια Low diacritics: περιχάρεια Capitals: ΠΕΡΙΧΑΡΕΙΑ
Transliteration A: pericháreia Transliteration B: perichareia Transliteration C: perichareia Beta Code: perixa/reia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A excessive joy, Pl.Phlb.65d, Ph.1.460; opp. περιωδυνία, Pl.Lg.732c: in pl., Plu.2.83d, Gal.10.841, Plot.1.4.12:—incorrectly writtenπεριχαρ-ία, D.C.44.8, Alciphr.3.38, Adam.2.38, etc.

German (Pape)

[Seite 600] ἡ, ausnehmende, übermäßige Freude; Plat. Phil. 65 d Legg. V, 732 c, im Ggstz von περιωδυνία; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιχάρεια: [ᾰ], ἡ, ὑπερβολικὴ χαρά, ἀντίθετ. τῷ περιωδυνία, Πλάτ. Φίληβ. 65D, Νόμ. 732· ἐσφαλμένως δὲ φέρεται -ία, Ἀλκίφρων 3. 38, Δίων Κ. 44, 8, κτλ.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. περιχαρία, ἡ, ΜΑ περιχαρής
μεγάλη χαρά, το να είναι κανείς γεμάτος χαρά.