ῥυΐσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(6_5)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῠΐσκομαι''': ἀποθετ., (ῥέω) [[πάσχω]] ἐκ διαρροίας, Ἡλιόδ. 2. 19.
|lstext='''ῥῠΐσκομαι''': ἀποθετ., (ῥέω) [[πάσχω]] ἐκ διαρροίας, Ἡλιόδ. 2. 19.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(απόθ.)</b><br /><b>1.</b> [[υποφέρω]] από [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] [[τριχόπτωση]]<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> ρέω, χύνομαι<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) <i>ὁ ῥυϊσκόμενος</i><br />ο εκτεινόμενος ή ο [[ρευστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ῥυΐσκομαι]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥύαξ]], [[ῥύσις]]) με [[επίθημα]] -[[ίσκω]] / -<i>ίσκομαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἁλ</i>-<i>ίσκομαι</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠΐσκομαι Medium diacritics: ῥυΐσκομαι Low diacritics: ρυΐσκομαι Capitals: ΡΥΪΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: rhyḯskomai Transliteration B: rhuiskomai Transliteration C: ryiskomai Beta Code: r(ui/+skomai

English (LSJ)

(ῥέω)

   A have diarrhoea, Hld.2.19:—prob. flow (metaph.) in Archil.142.    2 suffer from falling hair, Orib.Eup.4.6.    II Math., ἡ αὐτὴ στιγμὴ ῥυϊσκομένη ποιεῖ τὸ μέγεθος ἀλλ' οὐ παρατιθεμένη πρὸς ἄλλην στιγμήν flowing, Simp.in Ph.722.30; cf. ῥέω 1.5b, ῥύσις 111.

German (Pape)

[Seite 851] spätere Nebenform von ῥέω; bes. = den Fluß, den Bauchfluß haben od. bekommen, Eust.; ἐκ τοῦ γάλακτος, Heliod. 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠΐσκομαι: ἀποθετ., (ῥέω) πάσχω ἐκ διαρροίας, Ἡλιόδ. 2. 19.

Greek Monolingual

Α
(απόθ.)
1. υποφέρω από διάρροια
2. παρουσιάζω τριχόπτωση
3. πιθ. ρέω, χύνομαι
4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) ὁ ῥυϊσκόμενος
ο εκτεινόμενος ή ο ρευστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυΐσκομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω (πρβλ. ῥύαξ, ῥύσις) με επίθημα -ίσκω / -ίσκομαι (πρβλ. ἁλ-ίσκομαι)].