ἐπεκτατικός: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_11) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπεκτᾰτικός''': -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπέκτασιν, Εὐστ. 1393. 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ. | |lstext='''ἐπεκτᾰτικός''': -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπέκτασιν, Εὐστ. 1393. 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἐπεκτατικός]], -ή, -όν) [[επεκτείνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιχειρεί [[επέκταση]] τών ορίων του, [[αύξηση]] της περιοχής που του ανήκει («επεκτατική [[πολιτική]], επεκτατικά σχέδια»)<br /><b>μσν.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[επέκταση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A lengthening, Eust.1393.14.
German (Pape)
[Seite 914] ή, όν, ausdehnend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκτᾰτικός: -ή, -όν, χρησιμεύων πρὸς ἐπέκτασιν, Εὐστ. 1393. 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἐπεκτατικός, -ή, -όν) επεκτείνω
νεοελλ.
αυτός που επιχειρεί επέκταση τών ορίων του, αύξηση της περιοχής που του ανήκει («επεκτατική πολιτική, επεκτατικά σχέδια»)
μσν.
κατάλληλος για επέκταση.