παραφυσάω: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραφῡσάω''': φυσῶν [[παρεκτρέπω]] τῆς ὁδοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 108. ΙΙ. [[παροξύνω]], [[ἐξεγείρω]], Αἴσωπ. 348, ἔκδ. de Furia. παράφῠσις, ἡ, = [[παραφυάς]], Ι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 5. 2) ἐπὶ τῶν πλαγίων ἀποφύσεων τῶν σπονδύλων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810. 3) ἐπὶ ἀμβλώσεως κνήματος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 43 καὶ 45. | |lstext='''παραφῡσάω''': φυσῶν [[παρεκτρέπω]] τῆς ὁδοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 108. ΙΙ. [[παροξύνω]], [[ἐξεγείρω]], Αἴσωπ. 348, ἔκδ. de Furia. παράφῠσις, ἡ, = [[παραφυάς]], Ι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 5. 2) ἐπὶ τῶν πλαγίων ἀποφύσεων τῶν σπονδύλων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810. 3) ἐπὶ ἀμβλώσεως κνήματος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 43 καὶ 45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />enfler secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φυσάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A blow upon : metaph., excite, Aesop.94.
German (Pape)
[Seite 507] anblasen, anfachen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραφῡσάω: φυσῶν παρεκτρέπω τῆς ὁδοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 108. ΙΙ. παροξύνω, ἐξεγείρω, Αἴσωπ. 348, ἔκδ. de Furia. παράφῠσις, ἡ, = παραφυάς, Ι, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 5. 2) ἐπὶ τῶν πλαγίων ἀποφύσεων τῶν σπονδύλων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810. 3) ἐπὶ ἀμβλώσεως κνήματος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 43 καὶ 45.