εὐίατος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_15) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐίᾱτος''': -ον, ([[ἰάομαι]]) [[εὐθεράπευτος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790 Ξεν. Ἱππ. 4. 2· εὐιατότερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 10, κ. ἀλλ. | |lstext='''εὐίᾱτος''': -ον, ([[ἰάομαι]]) [[εὐθεράπευτος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790 Ξεν. Ἱππ. 4. 2· εὐιατότερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 10, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐίατος]], -ον, Α ιων. τ. εὐίητος, -ον)<br />αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ιατός]] «[[θεραπεύσιμος]]» <span style="color: red;"><</span> [[ιώμαι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. εὐί-ητος, ον, (ἰάομαι)
A easy to heal or remedy, Arist.EN 1121a20, Thphr.HP5.4.5, Porph.Abst.1.56, freq. in Comp., Hp.Art. 14, X.Eq.4.2, etc.
German (Pape)
[Seite 1072] wohl zu heilen, Xen. re equ. 4, 2; Luc. Abdic. 27 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐίᾱτος: -ον, (ἰάομαι) εὐθεράπευτος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790 Ξεν. Ἱππ. 4. 2· εὐιατότερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 10, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐίατος, -ον, Α ιων. τ. εὐίητος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιατός «θεραπεύσιμος» < ιώμαι].