εὐηγορία: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(6_10)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐηγορία''': ἡ, καλὸς [[λόγος]], [[ἔπαινος]], Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 139.
|lstext='''εὐηγορία''': ἡ, καλὸς [[λόγος]], [[ἔπαινος]], Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 139.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐηγορία]], ἡ (Α) [[ευήγορος]]<br /><b>1.</b> καλά [[λόγια]], [[εγκώμιο]]<br /><b>2.</b> ευγενική [[γλώσσα]], προσεγμένη [[διατύπωση]].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐηγορία Medium diacritics: εὐηγορία Low diacritics: ευηγορία Capitals: ΕΥΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: euēgoría Transliteration B: euēgoria Transliteration C: evigoria Beta Code: eu)hgori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A good words, praise, Call.Lav.Pall.139.

German (Pape)

[Seite 1066] ἡ, das Lobpreisen, Callim. Lav. Pall. 139.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηγορία: ἡ, καλὸς λόγος, ἔπαινος, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 139.

Greek Monolingual

εὐηγορία, ἡ (Α) ευήγορος
1. καλά λόγια, εγκώμιο
2. ευγενική γλώσσα, προσεγμένη διατύπωση.