ἐπιχρόϊσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχρόϊσις''': -εως, ἡ, [[ἐπίχρωσις]], καθάπερ ἐπὶ τῶν καθαιρόντων καὶ ἐξαγόντων τὰς ἐπιχροΐσεις Θεόφρ. π. Αἰτ. Φυτ. 2. 5, 4, διάφ. γρ. [[ἐπίχρωσις]]. | |lstext='''ἐπιχρόϊσις''': -εως, ἡ, [[ἐπίχρωσις]], καθάπερ ἐπὶ τῶν καθαιρόντων καὶ ἐξαγόντων τὰς ἐπιχροΐσεις Θεόφρ. π. Αἰτ. Φυτ. 2. 5, 4, διάφ. γρ. [[ἐπίχρωσις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιχρόϊσις]], ἡ (Α)<br />[[στίγμα]], [[κηλίδα]], [[λεκές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[χροΐζω]]. Παράλλ. τ. του <i>επί</i>-<i>χρωσις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, perh.
A stains on clothes, Thphr.CP2.5.4 codd. (pl.); cf. ἐπίχρωσις.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, dasselbe, Theophr., v. l. ἐπίχρισις u. ἐπίχρωσις.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρόϊσις: -εως, ἡ, ἐπίχρωσις, καθάπερ ἐπὶ τῶν καθαιρόντων καὶ ἐξαγόντων τὰς ἐπιχροΐσεις Θεόφρ. π. Αἰτ. Φυτ. 2. 5, 4, διάφ. γρ. ἐπίχρωσις.
Greek Monolingual
ἐπιχρόϊσις, ἡ (Α)
στίγμα, κηλίδα, λεκές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-χροΐζω. Παράλλ. τ. του επί-χρωσις].