μινυανθής: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(6_7) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῐνῠανθής''': -ές, ὁ ἐπὶ βραχὺν χρόνον ἀνθῶν, θάλλων, Μαξίμ. π. Καταρχ. 76· - τὸ μινυανθὲς Νικ. Θηρ. 522. | |lstext='''μῐνῠανθής''': -ές, ὁ ἐπὶ βραχὺν χρόνον ἀνθῶν, θάλλων, Μαξίμ. π. Καταρχ. 76· - τὸ μινυανθὲς Νικ. Θηρ. 522. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μινυανθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθεί για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μινυανθές</i><br />[[είδος]] φυτού («[[τρίφυλλον]], τὴν [[ἤτοι]] μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μινυ</i>- του [[μινύθω]] «[[περικόπτω]], [[ελαττώνω]]» (<b>βλ.</b> [[μινύθω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χρυσ</i>-<i>ανθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A blooming a short time, Max.76; τὸ μ., = τριπέτηλον, τρίφυλλον, treacle clover, Psoralea bituminosa, Nic.Th.522, Gal.12.144.
German (Pape)
[Seite 188] ές, kurze Zeit blühend, τρίφυλλον, Nic. Ther. 522, v. l. μηνυανθής(?), u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῐνῠανθής: -ές, ὁ ἐπὶ βραχὺν χρόνον ἀνθῶν, θάλλων, Μαξίμ. π. Καταρχ. 76· - τὸ μινυανθὲς Νικ. Θηρ. 522.
Greek Monolingual
μινυανθής, -ές (Α)
1. αυτός που ανθεί για μικρό χρονικό διάστημα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μινυανθές
είδος φυτού («τρίφυλλον, τὴν ἤτοι μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ- του μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» (βλ. μινύθω) + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσ-ανθής].