πανοικία: Difference between revisions
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰνοικία''': Ἰων. -ίῃ, ἐπίρρ, [[κυρίως]] δοτ. τοῦ [[πανοικία]], [[ὅπερ]] ἄχρηστον ([[διότι]] παρὰ Φίλωνι 1. 461 [[παροικία]] [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή), σὺν πάσῃ τῇ οἰκίᾳ, σὺν πάσῃ τῇ οἰκογενείᾳ, πανοικί, οἰκογενειακῶς, Ἡρόδ. 7. 39., 8. 106., 9. 109, Φιλήμων ἐν «Νόθῳ» 2· - εὑρίσκομεν καὶ τὴν δοτ. πανοικισίᾳ Θουκ. 2. 16., 3. 57· πανοικεσίῃ Διον. Ἁλ. 7. 18· ἐνῶ τὸ συμφωνότερον πρὸς τὴν ἀναλογίαν ἐπίρρ. πανοικί, -εὶ (ἀπαντῶν ἐν Πλάτ. Ἐρυξ. 392C, Στράβ. 773, Συλλ. Ἐπιγρ. 7343, κτλ.) ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν αὐστηρῶς ἀττικιζόντων, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 510, κἑξ., πρβλ. [[πανστρατιᾷ]], [[πανσυδίῃ]]. | |lstext='''πᾰνοικία''': Ἰων. -ίῃ, ἐπίρρ, [[κυρίως]] δοτ. τοῦ [[πανοικία]], [[ὅπερ]] ἄχρηστον ([[διότι]] παρὰ Φίλωνι 1. 461 [[παροικία]] [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή), σὺν πάσῃ τῇ οἰκίᾳ, σὺν πάσῃ τῇ οἰκογενείᾳ, πανοικί, οἰκογενειακῶς, Ἡρόδ. 7. 39., 8. 106., 9. 109, Φιλήμων ἐν «Νόθῳ» 2· - εὑρίσκομεν καὶ τὴν δοτ. πανοικισίᾳ Θουκ. 2. 16., 3. 57· πανοικεσίῃ Διον. Ἁλ. 7. 18· ἐνῶ τὸ συμφωνότερον πρὸς τὴν ἀναλογίαν ἐπίρρ. πανοικί, -εὶ (ἀπαντῶν ἐν Πλάτ. Ἐρυξ. 392C, Στράβ. 773, Συλλ. Ἐπιγρ. 7343, κτλ.) ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν αὐστηρῶς ἀττικιζόντων, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 510, κἑξ., πρβλ. [[πανστρατιᾷ]], [[πανσυδίῃ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />toute la maison, maisonnée.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[οἰκία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A whole household, LXX Ge.50.8, al.; elsewh. in dat. πανοικίᾳ, Ion. -ίῃ, as Adv., with all the house, Hdt.7.39, 8.106, 9.109, Philem.50, Schwyzer344.18 (Delph., ii B. C.), BGU450.27 (ii/iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 461] ἡ, im nom. nicht vorkommend), πανοικίᾳ, = πανοικησίᾳ, mit dem ganzen Hause, mit der ganzen Familie; Her. 7, 39. 8, 106. 9, 109, Philem. bei B. A. 112; Ath. VI, 252 e.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνοικία: Ἰων. -ίῃ, ἐπίρρ, κυρίως δοτ. τοῦ πανοικία, ὅπερ ἄχρηστον (διότι παρὰ Φίλωνι 1. 461 παροικία εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή), σὺν πάσῃ τῇ οἰκίᾳ, σὺν πάσῃ τῇ οἰκογενείᾳ, πανοικί, οἰκογενειακῶς, Ἡρόδ. 7. 39., 8. 106., 9. 109, Φιλήμων ἐν «Νόθῳ» 2· - εὑρίσκομεν καὶ τὴν δοτ. πανοικισίᾳ Θουκ. 2. 16., 3. 57· πανοικεσίῃ Διον. Ἁλ. 7. 18· ἐνῶ τὸ συμφωνότερον πρὸς τὴν ἀναλογίαν ἐπίρρ. πανοικί, -εὶ (ἀπαντῶν ἐν Πλάτ. Ἐρυξ. 392C, Στράβ. 773, Συλλ. Ἐπιγρ. 7343, κτλ.) ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν αὐστηρῶς ἀττικιζόντων, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 510, κἑξ., πρβλ. πανστρατιᾷ, πανσυδίῃ.