ὀνειδιστήρ: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνειδιστήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., [[πλήρης]] ὀνείδους, μομφῆς, ὀν. [[λόγος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218.
|lstext='''ὀνειδιστήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., [[πλήρης]] ὀνείδους, μομφῆς, ὀν. [[λόγος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνειδίζω]].
}}
}}