κραδιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(6_4) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κραδιαῖος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 29. | |lstext='''κραδιαῖος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />κραδιαῑος, -αία, -ον (Α) [[κραδία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καρδιά]] («κραδιαῑόν τι [[λόχευμα]]», <b>Συνέσ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />κραδιαῑος, -αία, -ον (Α) [[κράδη]]<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] συκιάς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of or belonging to the heart: metaph., κόσμου κ. κύκλον Procl.H.1.6. II made of fig-shoots, λίκνον Orph.Fr.199 (codd. Procl.); sed leg. το<ν> κ. Διόνυσον.
Greek (Liddell-Scott)
κραδιαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 29.
Greek Monolingual
(I)
κραδιαῑος, -αία, -ον (Α) κραδία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.).———————— (II)
κραδιαῑος, -αία, -ον (Α) κράδη
κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς.