τραγορίγανος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_3)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγορίγανος''': [ῐ], ἡ, [[εἶδος]] ὀριγάνου, Νικ. 310, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] ἀρσεν., Διοσκ. 3. 35, Κέλσ.· [[ὡσαύτως]] οὐδ. τραγορίγανον, Γαλην. τ. 14, σ. 450, 14, Πλίν. 20, 17.
|lstext='''τρᾰγορίγανος''': [ῐ], ἡ, [[εἶδος]] ὀριγάνου, Νικ. 310, Γαλην.· [[ὡσαύτως]] ἀρσεν., Διοσκ. 3. 35, Κέλσ.· [[ὡσαύτως]] οὐδ. τραγορίγανον, Γαλην. τ. 14, σ. 450, 14, Πλίν. 20, 17.
}}
{{grml
|mltxt=η, ο, ΝΑ, και [[τραγορίγανον]], τὸ, Α<br />[[είδος]] του φυτού [[ορίγανο]], η [[θύμβρα]], κν. θρουμπί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[τραγορίγανος]] [[πλατύφυλλος]]» — [[είδος]] ρίγανης<br />β) «[[τραγορίγανος]] λεπτοφυλλος» — το θρουμπί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ὀρίγανος</i> / [[ὀρίγανον]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγορίγᾰνος Medium diacritics: τραγορίγανος Low diacritics: τραγορίγανος Capitals: ΤΡΑΓΟΡΙΓΑΝΟΣ
Transliteration A: tragoríganos Transliteration B: tragoriganos Transliteration C: tragoriganos Beta Code: tragori/ganos

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A goat's marjoram, Thymus Teucrioides, Nic. Al.310, Cels.5.11, Dsc.3.30, Gal.12.91: also neut. τραγορίγανον, Ps.-Dsc.3.30, Cels.3.21.7, Plin.HN20.176:—τρᾰγορῑγᾰνίτης [ῑτ] οἶνος wine

   A flavoured therewith, Dsc.5.45.    II τ. πλατύφυλλος organy, Origanum heracleoticum, Id.3.30, Plin. HN20.177.    2 τ. λεπτόφυλλος rock savory, Micromeria Juliana, Dsc. l. c., Plin. l. c.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγορίγανος: [ῐ], ἡ, εἶδος ὀριγάνου, Νικ. 310, Γαλην.· ὡσαύτως ἀρσεν., Διοσκ. 3. 35, Κέλσ.· ὡσαύτως οὐδ. τραγορίγανον, Γαλην. τ. 14, σ. 450, 14, Πλίν. 20, 17.

Greek Monolingual

η, ο, ΝΑ, και τραγορίγανον, τὸ, Α
είδος του φυτού ορίγανο, η θύμβρα, κν. θρουμπί
αρχ.
φρ. α) «τραγορίγανος πλατύφυλλος» — είδος ρίγανης
β) «τραγορίγανος λεπτοφυλλος» — το θρουμπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ὀρίγανος / ὀρίγανον.