φωριαμός: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φωριᾰμός''': ἡ, [[κιβώτιον]], ἐντὸ τοῦ ὁποίου ἐναπέθετον οὐ μόνον πέπλους, χλαίνας καὶ χιτῶνας, ἀλλὰ καὶ τάπητας κτλ., Ἰλ. Ω. 228, Ὀδ. Ο. 104. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ. καὶ ἀφίνει τὸ γένος ἀδιάγνωστον, ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 802 [[εἶναι]] θηλ. ([[Κατὰ]] τὸ Ἐρατοσθένη σ. 137 Bernhardy, ἐκ τοῦ φώρ, [[φώριος]], οἱονεὶ [[τόπος]] πρὸς μυστικὴν φύλαξιν). | |lstext='''φωριᾰμός''': ἡ, [[κιβώτιον]], ἐντὸ τοῦ ὁποίου ἐναπέθετον οὐ μόνον πέπλους, χλαίνας καὶ χιτῶνας, ἀλλὰ καὶ τάπητας κτλ., Ἰλ. Ω. 228, Ὀδ. Ο. 104. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ. καὶ ἀφίνει τὸ γένος ἀδιάγνωστον, ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 802 [[εἶναι]] θηλ. ([[Κατὰ]] τὸ Ἐρατοσθένη σ. 137 Bernhardy, ἐκ τοῦ φώρ, [[φώριος]], οἱονεὶ [[τόπος]] πρὸς μυστικὴν φύλαξιν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ, <i>postér.</i> ἡ)<br />coffre pour serrer des vêtements.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt ? | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A chest, trunk, coffer, esp. for clothes and linen: pl. in Hom., Il.24.228, Od.15.104: sg. in A.R.3.802. (Acc. to Eratosth. 4 from φώρ, φώριος 11, a place for keeping secret.)
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, ein Kasten, eine Kiste, bes. um Kleider u. Wäsche darin aufzubewahren; φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ' ἀνέῳγεν, ἔνθεν ἔξελε πέπλους Il. 24, 228, wie Od. 15, 104; nach Eustath. von φώριος, Geräth, um darin Etwas zu verbergen, nach Andern von φέρω, ein Tragkasten.
Greek (Liddell-Scott)
φωριᾰμός: ἡ, κιβώτιον, ἐντὸ τοῦ ὁποίου ἐναπέθετον οὐ μόνον πέπλους, χλαίνας καὶ χιτῶνας, ἀλλὰ καὶ τάπητας κτλ., Ἰλ. Ω. 228, Ὀδ. Ο. 104. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ. καὶ ἀφίνει τὸ γένος ἀδιάγνωστον, ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 802 εἶναι θηλ. (Κατὰ τὸ Ἐρατοσθένη σ. 137 Bernhardy, ἐκ τοῦ φώρ, φώριος, οἱονεὶ τόπος πρὸς μυστικὴν φύλαξιν).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, postér. ἡ)
coffre pour serrer des vêtements.
Étymologie: DELG emprunt ?