ἀχώριστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχώριστος''': -ον, ([[χωρίζω]]) ὁ μὴ χωριζόμενος, μὴ διαιρούμενος, Πλάτ. Πολ. 524Β· [[ἀναπόσπαστος]], [[ἀχώριστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 10, π. Ψυχ. 3. 2, 19 κ. ἀλλ. ΙΙ. ([[χῶρος]]) δι’ ὃν δὲν ὡρίσθη [[θέσις]] τις, Ξεν, Λακ. 9. 5. ― Ἐπιρρ. -τως Ἐκκλ. | |lstext='''ἀχώριστος''': -ον, ([[χωρίζω]]) ὁ μὴ χωριζόμενος, μὴ διαιρούμενος, Πλάτ. Πολ. 524Β· [[ἀναπόσπαστος]], [[ἀχώριστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 10, π. Ψυχ. 3. 2, 19 κ. ἀλλ. ΙΙ. ([[χῶρος]]) δι’ ὃν δὲν ὡρίσθη [[θέσις]] τις, Ξεν, Λακ. 9. 5. ― Ἐπιρρ. -τως Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non séparé, qui n’a pas de place marquée;<br /><b>2</b> inséparable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χωρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (χωρίζω)
A not parted, undivided, Pl.R.524c; inseparable, Arist.EN1102a30, de An.427a2; ἀρετὴ ἀ. ἡδονῆς Epicur.Fr.506, cf. Ep.3p.64U., Gal.16.521, al. Adv. -τως Phld.Sign.20. II (χῶρος) without a place assigned one, X.Lac. 9.5.
German (Pape)
[Seite 420] 1) ungetrennt, Plat. Rep. VII, 524 d; unzertrennlich, Luc. Ocyp. 145. – 2) dem kein Platz angewiesen ist, Xen. Lac. 9, 5. – Adv., Nicom. ar. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχώριστος: -ον, (χωρίζω) ὁ μὴ χωριζόμενος, μὴ διαιρούμενος, Πλάτ. Πολ. 524Β· ἀναπόσπαστος, ἀχώριστος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 10, π. Ψυχ. 3. 2, 19 κ. ἀλλ. ΙΙ. (χῶρος) δι’ ὃν δὲν ὡρίσθη θέσις τις, Ξεν, Λακ. 9. 5. ― Ἐπιρρ. -τως Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non séparé, qui n’a pas de place marquée;
2 inséparable.
Étymologie: ἀ, χωρίζω.