σαλαγέω: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
(6_2)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαλᾰγέω''': [[σαλάσσω]], ὡς [[παταγέω]] = [[πατάσσω]], κροτῶ, ἠχῶ, βούζω, σαλαγεῦντος ἐπὶ δνοφεροῖο νότοιο Ὀππ. Κυν. 4. 74 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὑπάρχει [[τμῆσις]] τοῦ ἐπισαλαγέω), 3. 352. 2) μεταβ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = [[ὀπυίω]], [[βινέω]], subagito, Λουκ. Ἀλεξ. 50. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαλαγεῖ· ταράσσει».
|lstext='''σαλᾰγέω''': [[σαλάσσω]], ὡς [[παταγέω]] = [[πατάσσω]], κροτῶ, ἠχῶ, βούζω, σαλαγεῦντος ἐπὶ δνοφεροῖο νότοιο Ὀππ. Κυν. 4. 74 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὑπάρχει [[τμῆσις]] τοῦ ἐπισαλαγέω), 3. 352. 2) μεταβ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = [[ὀπυίω]], [[βινέω]], subagito, Λουκ. Ἀλεξ. 50. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαλαγεῖ· ταράσσει».
}}
{{elnl
|elnltext=σαλαγέω [σάλος] neuken.
}}
}}

Revision as of 13:11, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰλᾰγέω Medium diacritics: σαλαγέω Low diacritics: σαλαγέω Capitals: ΣΑΛΑΓΕΩ
Transliteration A: salagéō Transliteration B: salageō Transliteration C: salageo Beta Code: salage/w

English (LSJ)

   A = σαλάσσω (cf. παταγέω = πατάσσω), Opp.C.4.74 (where, however, there is a tmesis of ἐπισαλαγέω), 3.352.    2 trans., sens. obsc., = subagito, Orac. ap. Luc.Alex.50.

German (Pape)

[Seite 859] = σαλάσσω, wozu es sich verhält, wie παταγέω zu πατάσσω; Hesych. erkl. ταράττειν; bei Luc. Alex. 50 = βινέω; übh. brausen, vom Winde, σαλαγεῦντος νότοιο, Opp. Cyn. 4, 74, was auch 3, 332 herzustellen scheint.

Greek (Liddell-Scott)

σαλᾰγέω: σαλάσσω, ὡς παταγέω = πατάσσω, κροτῶ, ἠχῶ, βούζω, σαλαγεῦντος ἐπὶ δνοφεροῖο νότοιο Ὀππ. Κυν. 4. 74 (ἔνθα ὅμως ὑπάρχει τμῆσις τοῦ ἐπισαλαγέω), 3. 352. 2) μεταβ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = ὀπυίω, βινέω, subagito, Λουκ. Ἀλεξ. 50. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαλαγεῖ· ταράσσει».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαλαγέω [σάλος] neuken.