ἀχθοφορέω: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχθοφορέω''': [[φέρω]] ἄχθη, βάρη, φορτία, Πολύβ. 4. 32, 7, Πλουτ. Μάρ. 13· εἶμαι φορτωμένος, ἡ [[κοιλία]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388. 2) [[φέρω]] ὡς [[φορτίον]], τι Ἀνθ. ΙΙ. 7. 468, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1102.
|lstext='''ἀχθοφορέω''': [[φέρω]] ἄχθη, βάρη, φορτία, Πολύβ. 4. 32, 7, Πλουτ. Μάρ. 13· εἶμαι φορτωμένος, ἡ [[κοιλία]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388. 2) [[φέρω]] ὡς [[φορτίον]], τι Ἀνθ. ΙΙ. 7. 468, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1102.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀχθοφορήσω;<br />porter un fardeau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀχθοφόρος]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχθοφορέω Medium diacritics: ἀχθοφορέω Low diacritics: αχθοφορέω Capitals: ΑΧΘΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: achthophoréō Transliteration B: achthophoreō Transliteration C: achthoforeo Beta Code: a)xqofore/w

English (LSJ)

   A bear burdens, Plb.4.32.7, Plu.Mar.13; to be loaded, ἡ κοιλία Hp.Acut.28.    2 bear as a burden, νέκυν AP7.468 (Mel.); κριόν IG14.1301; ὄστρακον APl.4.333 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 418] Last tragen, schwer tragen, Luc. D. Mort. 24, 2 u. öfter; Pol. 4, 32, 7; Plut. Mar. 13; νέκυν Mel. 124 (VII, 468); δέπας Antiphil. 14 (Plan. 333).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθοφορέω: φέρω ἄχθη, βάρη, φορτία, Πολύβ. 4. 32, 7, Πλουτ. Μάρ. 13· εἶμαι φορτωμένος, ἡ κοιλία Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388. 2) φέρω ὡς φορτίον, τι Ἀνθ. ΙΙ. 7. 468, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1102.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀχθοφορήσω;
porter un fardeau.
Étymologie: ἀχθοφόρος.