σφάκελος: Difference between revisions
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφάκελος''': [ᾰ], ὁ, [[γάγγραινα]], [[νέκρωσις]], καὶ ἐπὶ ὀστῶν [[ξήρανσις]] καὶ [[νέκρωσις]], Ἱππ. Ἀφ. 1261· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 287· ὁ τεχνικὸς ὅρος [[εἶναι]] [[γάγγραινα]], πρβλ. Γαλην. 2. 263. 2) [[καθόλου]], [[σπασμός]], [[σπασμώδης]] [[κίνησις]], [[σφαδασμός]], Αἰσχύλ. Πρ. 878· κατὰ δ’ ἐγκέφαλον πηδᾷ σφ. Εὐριπ. Ἱππ. 1353· μεταφορ., σφ. ἀνέμων, ἡ [[σπασμώδης]] [[μανία]] καὶ ὁρμὴ τῶν ἀνέμων, Αἰσχύλ. Πρ. 1046. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν τομ. Γ΄, σ. 365. | |lstext='''σφάκελος''': [ᾰ], ὁ, [[γάγγραινα]], [[νέκρωσις]], καὶ ἐπὶ ὀστῶν [[ξήρανσις]] καὶ [[νέκρωσις]], Ἱππ. Ἀφ. 1261· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 287· ὁ τεχνικὸς ὅρος [[εἶναι]] [[γάγγραινα]], πρβλ. Γαλην. 2. 263. 2) [[καθόλου]], [[σπασμός]], [[σπασμώδης]] [[κίνησις]], [[σφαδασμός]], Αἰσχύλ. Πρ. 878· κατὰ δ’ ἐγκέφαλον πηδᾷ σφ. Εὐριπ. Ἱππ. 1353· μεταφορ., σφ. ἀνέμων, ἡ [[σπασμώδης]] [[μανία]] καὶ ὁρμὴ τῶν ἀνέμων, Αἰσχύλ. Πρ. 1046. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν τομ. Γ΄, σ. 365. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> gangrène sèche;<br /><b>2</b> douleur violente avec convulsions ; convulsion ; <i>fig.</i> tourmente, tempête.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. médic. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A gangrene, mortification, or, of bones, caries, Hp.Aph.7.78; τοῦ ἐγκεφάλου Id. Aër.10 (pl.); so called when farther advanced than γάγγραινα, cf. Gal.2.632, 18(1).687. 2 generally, spasm, convulsion, A.Pr.878 (anap.); κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σ. E.Hipp.1352 (anap.): metaph., σ. ἀνέμων the convulsive fury of winds, A.Pr.1045 (anap.). 3 the middle finger, Suid.s.v. σφακελισμός; so σφάκηλος (or φάκηλος) PLond.1821.297.
Greek (Liddell-Scott)
σφάκελος: [ᾰ], ὁ, γάγγραινα, νέκρωσις, καὶ ἐπὶ ὀστῶν ξήρανσις καὶ νέκρωσις, Ἱππ. Ἀφ. 1261· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 287· ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι γάγγραινα, πρβλ. Γαλην. 2. 263. 2) καθόλου, σπασμός, σπασμώδης κίνησις, σφαδασμός, Αἰσχύλ. Πρ. 878· κατὰ δ’ ἐγκέφαλον πηδᾷ σφ. Εὐριπ. Ἱππ. 1353· μεταφορ., σφ. ἀνέμων, ἡ σπασμώδης μανία καὶ ὁρμὴ τῶν ἀνέμων, Αἰσχύλ. Πρ. 1046. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν τομ. Γ΄, σ. 365.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 gangrène sèche;
2 douleur violente avec convulsions ; convulsion ; fig. tourmente, tempête.
Étymologie: DELG terme techn. médic.