πυρρίχη: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυρρίχη''': [ῐ] (ἐξυπακ. [[ὄρχησις]]), ἡ, [[εἶδος]] πολεμικῆς ὀρχήσεως (πρβλ. [[ἐμμέλεια]]), Ἀριστοφ. Βάτρ. 153, Ξενοφ. Ἀν. 6. 1, 12, Πλάτ. Νόμ. 816Β· ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἐκ τοῦ ὀνόματος Πύρριχος ὡς ἐκαλεῖτο ὁ ἐπινοήσας αὐτήν, κατὰ τὸν Ἀριστόξενον παρ’ Ἀθην. 630D, Στράβ. 467, πρβλ. 480· ἢ κατὰ τὸν Ἀριστ. (Ἀποσπάσ.), [[ἐπειδὴ]] κατὰ πρῶτον ἐγένετο [[χρῆσις]] τῆς ὀρχήσεως ταύτης κατὰ τὴν ταφὴν τοῦ Πατρόκλου (ἐκ τοῦ [[πυρά]])· μνημονεύεται δὲ ὡς [[ἅμιλλα]] περὶ βραβείου, Συλ. Ἐπιγρ. 2758 iv, v., 3089, -90· πρβλ. [[πρύλις]]. 2) [[καθόλου]], δειναὶ π., παράδοξοι συστροφαὶ τοῦ σώματος, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1135· - παροιμ., πυρρίχην βλέπειν, ἔνοπλον καὶ πολεμικόν τι βλέπειν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1169. Πρβλ. [[πυρίχη]]. | |lstext='''πυρρίχη''': [ῐ] (ἐξυπακ. [[ὄρχησις]]), ἡ, [[εἶδος]] πολεμικῆς ὀρχήσεως (πρβλ. [[ἐμμέλεια]]), Ἀριστοφ. Βάτρ. 153, Ξενοφ. Ἀν. 6. 1, 12, Πλάτ. Νόμ. 816Β· ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἐκ τοῦ ὀνόματος Πύρριχος ὡς ἐκαλεῖτο ὁ ἐπινοήσας αὐτήν, κατὰ τὸν Ἀριστόξενον παρ’ Ἀθην. 630D, Στράβ. 467, πρβλ. 480· ἢ κατὰ τὸν Ἀριστ. (Ἀποσπάσ.), [[ἐπειδὴ]] κατὰ πρῶτον ἐγένετο [[χρῆσις]] τῆς ὀρχήσεως ταύτης κατὰ τὴν ταφὴν τοῦ Πατρόκλου (ἐκ τοῦ [[πυρά]])· μνημονεύεται δὲ ὡς [[ἅμιλλα]] περὶ βραβείου, Συλ. Ἐπιγρ. 2758 iv, v., 3089, -90· πρβλ. [[πρύλις]]. 2) [[καθόλου]], δειναὶ π., παράδοξοι συστροφαὶ τοῦ σώματος, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1135· - παροιμ., πυρρίχην βλέπειν, ἔνοπλον καὶ πολεμικόν τι βλέπειν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1169. Πρβλ. [[πυρίχη]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />pyrrhique, danse de guerre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[πυρρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ] (sc. ὄρχησις), ἡ,
A war-dance, Ar.Ra.153, X.An.6.1.12, Pl.Lg.816b; called from one Πύρριχος the inventor, acc. to Aristox. Fr.Hist.46, Str.10.3.8, 10.4.16; but acc. to Arist.Fr.519, from its being first used at the funeral of Patroclus (from πυρά); as a prizecontest, CIG2758 IV (Aphrodisias), 3089 (Teos). 2 generally, δειναὶ π. strange contortions, E.Andr.1135: prov., πυρρίχην βλέπειν 'to look daggers', Ar.Av.1169.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρίχη: [ῐ] (ἐξυπακ. ὄρχησις), ἡ, εἶδος πολεμικῆς ὀρχήσεως (πρβλ. ἐμμέλεια), Ἀριστοφ. Βάτρ. 153, Ξενοφ. Ἀν. 6. 1, 12, Πλάτ. Νόμ. 816Β· ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τοῦ ὀνόματος Πύρριχος ὡς ἐκαλεῖτο ὁ ἐπινοήσας αὐτήν, κατὰ τὸν Ἀριστόξενον παρ’ Ἀθην. 630D, Στράβ. 467, πρβλ. 480· ἢ κατὰ τὸν Ἀριστ. (Ἀποσπάσ.), ἐπειδὴ κατὰ πρῶτον ἐγένετο χρῆσις τῆς ὀρχήσεως ταύτης κατὰ τὴν ταφὴν τοῦ Πατρόκλου (ἐκ τοῦ πυρά)· μνημονεύεται δὲ ὡς ἅμιλλα περὶ βραβείου, Συλ. Ἐπιγρ. 2758 iv, v., 3089, -90· πρβλ. πρύλις. 2) καθόλου, δειναὶ π., παράδοξοι συστροφαὶ τοῦ σώματος, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1135· - παροιμ., πυρρίχην βλέπειν, ἔνοπλον καὶ πολεμικόν τι βλέπειν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1169. Πρβλ. πυρίχη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pyrrhique, danse de guerre.
Étymologie: DELG πυρρός.