πυρίβιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρίβιος''': [ῐ], -ον, ὁ ἐν πυρὶ βιῶν, ζῷα Διογ. Λ. 9. 79· ἐν Γλωσσ. πυρόβ-. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῦρ πίπτοντα ζῳύφια». | |lstext='''πῠρίβιος''': [ῐ], -ον, ὁ ἐν πυρὶ βιῶν, ζῷα Διογ. Λ. 9. 79· ἐν Γλωσσ. πυρόβ-. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῦρ πίπτοντα ζῳύφια». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πυρόβιος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μέσα]] στη [[φωτιά]] ή [[κοντά]] στη [[φωτιά]] («πυρίβια ζῷα», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῡρ πίπτοντα ζῳΰφια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>-/ <i>πυρο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>νυκτί</i>-[[βίος]], <i>ορεσί</i>-<i>βιος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A living in fire, ζῷα D.L.9.79.
German (Pape)
[Seite 822] im Feuer lebend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίβιος: [ῐ], -ον, ὁ ἐν πυρὶ βιῶν, ζῷα Διογ. Λ. 9. 79· ἐν Γλωσσ. πυρόβ-. - Κατὰ Σουΐδ.: «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῦρ πίπτοντα ζῳύφια».
Greek Monolingual
και πυρόβιος, -ον, Α
1. αυτός που ζει μέσα στη φωτιά ή κοντά στη φωτιά («πυρίβια ζῷα», Διογ. Λαέρ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῡρ πίπτοντα ζῳΰφια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι-/ πυρο- (βλ. λ. πυρ) + βίος (πρβλ. νυκτί-βίος, ορεσί-βιος)].