ἀκράτεια: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκράτεια''': [κρᾰ] ἡ, (ἀκρατὴς) = [[ἔλλειψις]] ἰσχύος, [[ἀδυναμία]], νεύρων, Ἱππ, Ἀφ. 1253. ΙΙ. ἡ διαγωγὴ καὶ ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκρατοῦς, [[ἔλλειψις]] αὐτοκυβερνήσεως, ἀντίθ. τῷ [[ἐγκράτεια]], Πλάτ. Πολ. 461Β, Νόμ. 734Β, κτλ.· ἀκρ. ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν, [[αὐτόθι]] 886Α, κτλ.: - ἐπικρατῶν [[τύπος]] παρὰ τοῖς μεταγενεστ. [[εἶναι]] [[ἀκρασία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 4, Ρητ. 1. 12, 2, Μένανδ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] εὕρηται καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. (Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γοργ. 525Α) καὶ τοῦ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 5, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ [[τύπος]] [[ἀκρατία]], [[ὡσαύτως]] εὕρηται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἱππ. Κωακ. 145, Πλάτ. κτλ., πιθανῶς κατὰ [[σφάλμα]]· ἴδε Λοβ. Φρύν. 524, κἑξ.
|lstext='''ἀκράτεια''': [κρᾰ] ἡ, (ἀκρατὴς) = [[ἔλλειψις]] ἰσχύος, [[ἀδυναμία]], νεύρων, Ἱππ, Ἀφ. 1253. ΙΙ. ἡ διαγωγὴ καὶ ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκρατοῦς, [[ἔλλειψις]] αὐτοκυβερνήσεως, ἀντίθ. τῷ [[ἐγκράτεια]], Πλάτ. Πολ. 461Β, Νόμ. 734Β, κτλ.· ἀκρ. ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν, [[αὐτόθι]] 886Α, κτλ.: - ἐπικρατῶν [[τύπος]] παρὰ τοῖς μεταγενεστ. [[εἶναι]] [[ἀκρασία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 4, Ρητ. 1. 12, 2, Μένανδ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] εὕρηται καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. (Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γοργ. 525Α) καὶ τοῦ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 5, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ [[τύπος]] [[ἀκρατία]], [[ὡσαύτως]] εὕρηται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἱππ. Κωακ. 145, Πλάτ. κτλ., πιθανῶς κατὰ [[σφάλμα]]· ἴδε Λοβ. Φρύν. 524, κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />impuissance à se gouverner <i>ou</i> à se maîtriser, intempérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρατής]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκράτεια Medium diacritics: ἀκράτεια Low diacritics: ακράτεια Capitals: ΑΚΡΑΤΕΙΑ
Transliteration A: akráteia Transliteration B: akrateia Transliteration C: akrateia Beta Code: a)kra/teia

English (LSJ)

[κρᾰ], ἡ, (ἀκρατής)

   A want of power, debility, νεύρων Hp. Aph.5.16, Liqu.1.    II incontinence, want of self-control, opp. ἐγκράτεια, Pl.R.461b, Lg.734b, etc.; ἀ. ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν ib. 886a, etc., cf. Ph.2.406.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράτεια: [κρᾰ] ἡ, (ἀκρατὴς) = ἔλλειψις ἰσχύος, ἀδυναμία, νεύρων, Ἱππ, Ἀφ. 1253. ΙΙ. ἡ διαγωγὴ καὶ ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκρατοῦς, ἔλλειψις αὐτοκυβερνήσεως, ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλάτ. Πολ. 461Β, Νόμ. 734Β, κτλ.· ἀκρ. ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν, αὐτόθι 886Α, κτλ.: - ἐπικρατῶν τύπος παρὰ τοῖς μεταγενεστ. εἶναι ἀκρασία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 4, Ρητ. 1. 12, 2, Μένανδ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4, καὶ ὁ τύπος οὗτος εὕρηται καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. (Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γοργ. 525Α) καὶ τοῦ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 5, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ τύπος ἀκρατία, ὡσαύτως εὕρηται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἱππ. Κωακ. 145, Πλάτ. κτλ., πιθανῶς κατὰ σφάλμα· ἴδε Λοβ. Φρύν. 524, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
impuissance à se gouverner ou à se maîtriser, intempérance.
Étymologie: ἀκρατής.