τρωγλίτης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_3)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρωγλίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[εἶδος]] χελιδόνος κατοικούσης ἐν ὀπαῖς, «πετροχελίδονον», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 281. 5., 297, Εὐστ. 228. 35.
|lstext='''τρωγλίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[εἶδος]] χελιδόνος κατοικούσης ἐν ὀπαῖς, «πετροχελίδονον», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 281. 5., 297, Εὐστ. 228. 35.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, ΜΑ<br />[[είδος]] χελιδονιού που κάνει τη [[φωλιά]] του σε οπές, ο [[τρωγλοδύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρώγλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλίτης Medium diacritics: τρωγλίτης Low diacritics: τρωγλίτης Capitals: ΤΡΩΓΛΙΤΗΣ
Transliteration A: trōglítēs Transliteration B: trōglitēs Transliteration C: troglitis Beta Code: trwgli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, a bird, prob.

   A = τρωγλοδύτης 11, Hdn.Epim. 136, Eust.228.36.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, εἶδος χελιδόνος κατοικούσης ἐν ὀπαῖς, «πετροχελίδονον», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 281. 5., 297, Εὐστ. 228. 35.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ
είδος χελιδονιού που κάνει τη φωλιά του σε οπές, ο τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].