μεσίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσίδιος''': [σῐδ] ποιητ. μεσσ-, α, ον, = [[μέσος]], [[δικαστής]] μ. = [[μεσίτης]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 7· ἄρχων μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 6, 13· ἰδὲ Λοβεκ. Φρύνιχ. 121.
|lstext='''μεσίδιος''': [σῐδ] ποιητ. μεσσ-, α, ον, = [[μέσος]], [[δικαστής]] μ. = [[μεσίτης]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 7· ἄρχων μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 6, 13· ἰδὲ Λοβεκ. Φρύνιχ. 121.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />médiateur, arbitre.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], -ίδιος.
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσίδιος Medium diacritics: μεσίδιος Low diacritics: μεσίδιος Capitals: ΜΕΣΙΔΙΟΣ
Transliteration A: mesídios Transliteration B: mesidios Transliteration C: mesidios Beta Code: mesi/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A = μέσος, [δικαστὴς] μ., = μεσίτης, Arist.EN 1132a23; ἄρχων μ. Id.Pol.1306a28.

German (Pape)

[Seite 138] poet, μεσσίδιος, in der Mitte stehend, vermittelnd, Arist. Pol. 5, 6, δικασταί Eth. 5, 4; die poet. Form führt Hesych. an.

Greek (Liddell-Scott)

μεσίδιος: [σῐδ] ποιητ. μεσσ-, α, ον, = μέσος, δικαστής μ. = μεσίτης, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 7· ἄρχων μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 6, 13· ἰδὲ Λοβεκ. Φρύνιχ. 121.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
médiateur, arbitre.
Étymologie: μέσος, -ίδιος.