λάφυρα: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(6_3)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάφῡρα''': [λᾰ], τά· (√ΛΑΒ, ΛΑΦ, [[λαμβάνω]])· ― ὡς καὶ νῦν, [[λεία]] ληφθεῖσα ἐν πολέμῳ, «πλιάτσικα», Λατ. spolia, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Θήβ. 278, 479, Σοφ. Αἴ. 93· λ. ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 646· [[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 24, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλ. Ἐπιγρ. 2374. 53· ― παρὰ μεταγεν. καθ’ ἑνικὸν λάφυρον, Πολύβ. 2. 62, 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2263c (προσθῆκ.), κ. ἀλλ.· ἐπικηρύττω τινὶ λάφυρον, [[παρέχω]] [[δημοσίᾳ]] τὴν ἄδειαν λεηλατήσεως λαοῦ τινος ἢ χώρας, Πολύβ. 4. 26, 7· πρβλ. ρύσιον, [[σύλη]].
|lstext='''λάφῡρα''': [λᾰ], τά· (√ΛΑΒ, ΛΑΦ, [[λαμβάνω]])· ― ὡς καὶ νῦν, [[λεία]] ληφθεῖσα ἐν πολέμῳ, «πλιάτσικα», Λατ. spolia, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Θήβ. 278, 479, Σοφ. Αἴ. 93· λ. ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 646· [[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 24, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλ. Ἐπιγρ. 2374. 53· ― παρὰ μεταγεν. καθ’ ἑνικὸν λάφυρον, Πολύβ. 2. 62, 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2263c (προσθῆκ.), κ. ἀλλ.· ἐπικηρύττω τινὶ λάφυρον, [[παρέχω]] [[δημοσίᾳ]] τὴν ἄδειαν λεηλατήσεως λαοῦ τινος ἢ χώρας, Πολύβ. 4. 26, 7· πρβλ. ρύσιον, [[σύλη]].
}}
{{grml
|mltxt=τα (AM [[λάφυρα]])<br /><b>βλ.</b> [[λάφυρο]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάφῡρα Medium diacritics: λάφυρα Low diacritics: λάφυρα Capitals: ΛΑΦΥΡΑ
Transliteration A: láphyra Transliteration B: laphyra Transliteration C: lafyra Beta Code: la/fura

English (LSJ)

[λᾰ], τά, Arg. φάλυρα SIG56.9 (v B.C.):—

   A spoils taken in war, A.Th.278, 479, E.HF417 (lyr.), S.Aj.93; ἀρετᾶς λ. Id.Tr.646 (lyr.), cf. X.HG5.1.24, Aen.Tact. 16.8, Marm.Par.53, LXX Ju.15.7: —also in sg. λάφυρον, Hellanic.143 J., Plb.2.62.12, IG12(7).386.23 (Amorgos), Plu.2.330d, Ach.Tat.4.13, al.; τὸ λ. ἐπικηρύττειν κατά τινων give public authority for plundering a people, Plb.4.26.7; cf. ῥύσιον, σύλη.

Greek (Liddell-Scott)

λάφῡρα: [λᾰ], τά· (√ΛΑΒ, ΛΑΦ, λαμβάνω)· ― ὡς καὶ νῦν, λεία ληφθεῖσα ἐν πολέμῳ, «πλιάτσικα», Λατ. spolia, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Θήβ. 278, 479, Σοφ. Αἴ. 93· λ. ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 646· ὡσαύτως ἐν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 24, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλ. Ἐπιγρ. 2374. 53· ― παρὰ μεταγεν. καθ’ ἑνικὸν λάφυρον, Πολύβ. 2. 62, 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2263c (προσθῆκ.), κ. ἀλλ.· ἐπικηρύττω τινὶ λάφυρον, παρέχω δημοσίᾳ τὴν ἄδειαν λεηλατήσεως λαοῦ τινος ἢ χώρας, Πολύβ. 4. 26, 7· πρβλ. ρύσιον, σύλη.

Greek Monolingual

τα (AM λάφυρα)
βλ. λάφυρο.