ἀϊκής: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(6_3) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀϊκής''': [ῐ]. ές, ποιητ. ἀντὶ [[ἀεικής]], Ἐπίρρ. ἀϊκῶς, Ἰλ. Χ. 336: παρὰ Τραγικοῖς καὶ αἰκής, ές, (πρβλ. [[αἰκία]]), αἰκὲς [[πῆμα]], Αἰσχύλ. Πρ. 472· θανάτους αἰκεῖς, Σοφ. Ἠλ. 206. - Ἐπίρρ. [[αἰκῶς]], Σοφ. Ἠλ. 102 (τὰ χειρόγρ. ἀδίκως), 216. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 60. | |lstext='''ἀϊκής''': [ῐ]. ές, ποιητ. ἀντὶ [[ἀεικής]], Ἐπίρρ. ἀϊκῶς, Ἰλ. Χ. 336: παρὰ Τραγικοῖς καὶ αἰκής, ές, (πρβλ. [[αἰκία]]), αἰκὲς [[πῆμα]], Αἰσχύλ. Πρ. 472· θανάτους αἰκεῖς, Σοφ. Ἠλ. 206. - Ἐπίρρ. [[αἰκῶς]], Σοφ. Ἠλ. 102 (τὰ χειρόγρ. ἀδίκως), 216. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 60. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép., jón., poét. [[ἀεικής]]<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [adv. -έως sólo Simon.2.1]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inconveniente]], [[terrible]] λοιγός <i>Il</i>.1.341, 456, πῆμα A.<i>Pr</i>.472, θάνατοι S.<i>El</i>.206, ἰός Opp.<i>H</i>.2.422<br /><b class="num">•</b>[[ultrajante]] [[δεσμός]] A.<i>Pr</i>.97<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[terriblemente]] ἔκπαγλον καὶ ἀεικές <i>Od</i>.17.216.<br /><b class="num">2</b> [[inconveniente]], [[indigno]], [[inferior]], [[vil]] ἔργα <i>Il</i>.24.733, Hes.<i>Th</i>.166, μισθός <i>Il</i>.12.435, στολά S.<i>El</i>.191.<br /><b class="num">3</b> [[fuera de lo corriente]], [[raro]] οὐδὲν ἀεικές (ἐστι) no tiene nada de raro</i> Hdt.3.33, 6.98, cf. A.<i>Pr</i>.1041.<br /><b class="num">II</b> adv. -έως, -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[inconvenientemente]], [[de manera terrible]] σε κύνες ... ἑλκήσουσ' ἀ. <i>Il</i>.22.336.<br /><b class="num">2</b> [[de manera indigna]] οὐκ ἀεικέως Simon.2.1, cf. A.<i>Ch</i>.915, S.<i>El</i>.216, Pl.Com.249.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[εἴκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ές, poet. for ἀεικής. Adv.
A ἀϊκῶς Il.22.336:—in Trag. αἰκής, ές. αἰκὲς πῆμα A.Pr.472; θανάτους αἰκεῖς S.El.206(lyr.). Adv. αἰκῶς S.El.102, 216 (both lyr.), Pl.Com.225.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊκής: [ῐ]. ές, ποιητ. ἀντὶ ἀεικής, Ἐπίρρ. ἀϊκῶς, Ἰλ. Χ. 336: παρὰ Τραγικοῖς καὶ αἰκής, ές, (πρβλ. αἰκία), αἰκὲς πῆμα, Αἰσχύλ. Πρ. 472· θανάτους αἰκεῖς, Σοφ. Ἠλ. 206. - Ἐπίρρ. αἰκῶς, Σοφ. Ἠλ. 102 (τὰ χειρόγρ. ἀδίκως), 216. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 60.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ép., jón., poét. ἀεικής
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [adv. -έως sólo Simon.2.1]
I 1inconveniente, terrible λοιγός Il.1.341, 456, πῆμα A.Pr.472, θάνατοι S.El.206, ἰός Opp.H.2.422
•ultrajante δεσμός A.Pr.97
•neutr. como adv. terriblemente ἔκπαγλον καὶ ἀεικές Od.17.216.
2 inconveniente, indigno, inferior, vil ἔργα Il.24.733, Hes.Th.166, μισθός Il.12.435, στολά S.El.191.
3 fuera de lo corriente, raro οὐδὲν ἀεικές (ἐστι) no tiene nada de raro Hdt.3.33, 6.98, cf. A.Pr.1041.
II adv. -έως, -ῶς
1 inconvenientemente, de manera terrible σε κύνες ... ἑλκήσουσ' ἀ. Il.22.336.
2 de manera indigna οὐκ ἀεικέως Simon.2.1, cf. A.Ch.915, S.El.216, Pl.Com.249.
• Etimología: Cf. εἴκω.