ὀρχίλος: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρχίλος''': [ῐ], ὁ, πτηνόν τι, πιθαν. τὸ [[μετὰ]] χρυσοῦ λόφου μικρὸν παρυδάτιον πτηνὸν (πρβλ. [[τροχίλος]]), [[ὡσαύτως]] [[βασιλίσκος]], [[σαλπιγκτής]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 568, Σφ. 1513· πτηνόν τι δυσοίωνον ἐν γάμοις, Spohn de Extr. Od. Parte, σ. 123· - ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 14, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 3, 2., 4, 4, προπαροξυτ. ὄρχιλος. | |lstext='''ὀρχίλος''': [ῐ], ὁ, πτηνόν τι, πιθαν. τὸ [[μετὰ]] χρυσοῦ λόφου μικρὸν παρυδάτιον πτηνὸν (πρβλ. [[τροχίλος]]), [[ὡσαύτως]] [[βασιλίσκος]], [[σαλπιγκτής]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 568, Σφ. 1513· πτηνόν τι δυσοίωνον ἐν γάμοις, Spohn de Extr. Od. Parte, σ. 123· - ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 14, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 3, 2., 4, 4, προπαροξυτ. ὄρχιλος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />roitelet, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG ὀρχέομαι et suff. -ίλος comme dans [[τροχίλος]], [[κορθίλος]], [[σποργίλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, a bird, prob.
A wren (cf. τροχίλος), Ar.Av.568,V.1513, Arat.1025 ; a bird of ill omen at weddings, Euph.4; in Arist.HA609a12, Thphr.Sign.39,53, proparox. ὄρχιλος.
German (Pape)
[Seite 390] ὁ, ein Vogel, wahrscheinlich = τροχίλος, Zaunkönig; Ar. Vesp. 1513 Av. 568; Arat. 1025; bei Arist. H. A. 9, 1 ὄρχιλος accentuirt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχίλος: [ῐ], ὁ, πτηνόν τι, πιθαν. τὸ μετὰ χρυσοῦ λόφου μικρὸν παρυδάτιον πτηνὸν (πρβλ. τροχίλος), ὡσαύτως βασιλίσκος, σαλπιγκτής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 568, Σφ. 1513· πτηνόν τι δυσοίωνον ἐν γάμοις, Spohn de Extr. Od. Parte, σ. 123· - ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 14, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 3, 2., 4, 4, προπαροξυτ. ὄρχιλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
roitelet, oiseau.
Étymologie: DELG ὀρχέομαι et suff. -ίλος comme dans τροχίλος, κορθίλος, σποργίλος.