πηγαῖος: Difference between revisions
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηγαῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 99· ([[πηγή]])· ― ὁ ἐκ πηγῆς ἢ πλησίον πηγῆς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· π. [[ῥέος]], [[ὕδωρ]] ἐκ πηγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901· [[χέρνιψ]] Εὐρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· μεταφορ., π. [[ἄχθος]], [[ἀγγεῖον]] πλῆρες πηγαίου ὕδατος, ἀλλ’ εἰσορῶ γὰρ τήνδε προσπόλων τινὰ πηγαῖον [[ἄχθος]] ἐν κεκαρμένῳ κάρᾳ φέρουσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 108· π κόραι, Νύμφαι τῶν ὑδάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 929· π. [[ὕδωρ]], ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 845E, Κριτί. 113E· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ συλλογιμαῖα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6. | |lstext='''πηγαῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 99· ([[πηγή]])· ― ὁ ἐκ πηγῆς ἢ πλησίον πηγῆς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· π. [[ῥέος]], [[ὕδωρ]] ἐκ πηγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901· [[χέρνιψ]] Εὐρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· μεταφορ., π. [[ἄχθος]], [[ἀγγεῖον]] πλῆρες πηγαίου ὕδατος, ἀλλ’ εἰσορῶ γὰρ τήνδε προσπόλων τινὰ πηγαῖον [[ἄχθος]] ἐν κεκαρμένῳ κάρᾳ φέρουσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 108· π κόραι, Νύμφαι τῶν ὑδάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 929· π. [[ὕδωρ]], ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 845E, Κριτί. 113E· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ συλλογιμαῖα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />de source, qui coule d’une source <i>ou</i> d’une fontaine.<br />'''Étymologie:''' [[πηγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Alc.99(lyr.) :—
A from a spring, ὕδατα Hp.Aër.8 ; π. ῥέος spring-water, A.Ag.901 ; χέρνιψ E. l. c. ; π. ἄχθος a weight of water, Id.El.108 ; π. κόραι water Nymphs, Id.Rh.929 ; π. ὕδωρ, ὕδατα, Pl.Lg.845e, Criti.113e ; opp. συλλογιμαῖα, Arist.Mete.353b25 : metaph., belonging to the primal source, Dam.Pr.96. Adv.-αίως Procl.in Prm.p.566S. II πηγαῖον, τό, = ἀρδάνιον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 608] Eur. auch 2 Endgn, von, aus, bei der Quelle; ῥέος, Aesch. Ag. 875; πηγαῖον χέρνιβα, Eur. Alc. 99; πηγαίαις κόραις, Rhes. 929; ὕδατα πηγαῖα, Plat. Critia. 113 e, wie Pol. 10, 28, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πηγαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 99· (πηγή)· ― ὁ ἐκ πηγῆς ἢ πλησίον πηγῆς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· π. ῥέος, ὕδωρ ἐκ πηγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901· χέρνιψ Εὐρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· μεταφορ., π. ἄχθος, ἀγγεῖον πλῆρες πηγαίου ὕδατος, ἀλλ’ εἰσορῶ γὰρ τήνδε προσπόλων τινὰ πηγαῖον ἄχθος ἐν κεκαρμένῳ κάρᾳ φέρουσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 108· π κόραι, Νύμφαι τῶν ὑδάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 929· π. ὕδωρ, ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 845E, Κριτί. 113E· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ συλλογιμαῖα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
de source, qui coule d’une source ou d’une fontaine.
Étymologie: πηγή.