ὀπίσθιος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπίσθιος''': -α, -ον, (πρβλ. [[πρόσθιος]]) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πισινός», Λατ. posticus, τὰ ὀπ. σκέλεα, τὰ ὀπίσθια σκέλη, Ἡρόδ. 3. 103, Ξεν. Ἱππ. 11, 2· πόδες Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 26, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 51· ὁ ὀπ. τέκνων, ὁ τοῦ [[ὄπισθεν]] μέρους, τῶν νώτων, Ἱππ. Ἀγμ. 759· - οὕτω, τὰ ὀπίσθια (δηλ. σκέλη) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 12· τὸ ὀπίσθιον, τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πρόσθιον, ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 5, 2· [[ὡσαύτως]], ὀπ. [[σιαγών]], ἡ [[κάτω]] σιαγὼν τῶν τετραπόδων ζῴων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 10. Ἐπίρρ. -ίως, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Δ΄, 18).
|lstext='''ὀπίσθιος''': -α, -ον, (πρβλ. [[πρόσθιος]]) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πισινός», Λατ. posticus, τὰ ὀπ. σκέλεα, τὰ ὀπίσθια σκέλη, Ἡρόδ. 3. 103, Ξεν. Ἱππ. 11, 2· πόδες Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 26, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 51· ὁ ὀπ. τέκνων, ὁ τοῦ [[ὄπισθεν]] μέρους, τῶν νώτων, Ἱππ. Ἀγμ. 759· - οὕτω, τὰ ὀπίσθια (δηλ. σκέλη) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 12· τὸ ὀπίσθιον, τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πρόσθιον, ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 5, 2· [[ὡσαύτως]], ὀπ. [[σιαγών]], ἡ [[κάτω]] σιαγὼν τῶν τετραπόδων ζῴων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 10. Ἐπίρρ. -ίως, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Δ΄, 18).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de derrière, postérieur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθεν]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπίσθιος Medium diacritics: ὀπίσθιος Low diacritics: οπίσθιος Capitals: ΟΠΙΣΘΙΟΣ
Transliteration A: opísthios Transliteration B: opisthios Transliteration C: opisthios Beta Code: o)pi/sqios

English (LSJ)

α, ον, (cf. πρόσθιος)

   A hinder, belonging to the hinder part, IG12.369.12 ; τὰ ὀ. σκέλεα the hind-legs. Hdt.3.103, X.Eq.11.2 : sg., Arist.HA500b30 ; πόδες Semon.28, Philem.145 ; τένων ὁ ὀ. the tendo Achillis, Hp.Fract.11 ; so ὀπίσθια (sc. μόρια) Arist.GA722b29 ; τὸ ὀ. the hinder part, opp. τὸ πρόσθιον, Id.IA706b1 ; also of the cheek of animals, Id.HA492b23 : Subst. fem. ὀπισθία, hinder part, Epich. 90 ; of stars, following in the daily movement, Cleom.1.1. Adv. -ίως LXX 1 Ki.4.18.

German (Pape)

[Seite 358] auch 2 Endgn, hinten, auf der hinteren Seite befindlich; τὰ ὀπίσθια σκέλεα, Her. 2, 103; so Xen. Equ. 1 l, 2; ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν ἱστάμενοι τοῖς προσθίοις ὠρχοῦντο, Ath. XII, 550 d; Arist. u. Sp. – Auch adv. ὀπισθίως, hinten, im Rücken, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπίσθιος: -α, -ον, (πρβλ. πρόσθιος) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πισινός», Λατ. posticus, τὰ ὀπ. σκέλεα, τὰ ὀπίσθια σκέλη, Ἡρόδ. 3. 103, Ξεν. Ἱππ. 11, 2· πόδες Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 26, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 51· ὁ ὀπ. τέκνων, ὁ τοῦ ὄπισθεν μέρους, τῶν νώτων, Ἱππ. Ἀγμ. 759· - οὕτω, τὰ ὀπίσθια (δηλ. σκέλη) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 12· τὸ ὀπίσθιον, τὸ ὄπισθεν μέρος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πρόσθιον, ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 5, 2· ὡσαύτως, ὀπ. σιαγών, ἡ κάτω σιαγὼν τῶν τετραπόδων ζῴων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 10. Ἐπίρρ. -ίως, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Δ΄, 18).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de derrière, postérieur.
Étymologie: ὄπισθεν.