παυρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6_4)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παυρίδιος''': -α, -ον, = [[παῦρος]], π. ἐπὶ χρόνον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 132.
|lstext='''παυρίδιος''': -α, -ον, = [[παῦρος]], π. ἐπὶ χρόνον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 132.
}}
{{grml
|mltxt=-ίη, -ον, Α<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]], [[λίγος]], [[βραχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]]. Το επίθ. έχει χρονική σημ. και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα [[επίσης]] χρονικά <i>ἀΐδιος</i>, [[αἰφνίδιος]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυρίδιος Medium diacritics: παυρίδιος Low diacritics: παυρίδιος Capitals: ΠΑΥΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: paurídios Transliteration B: pauridios Transliteration C: pavridios Beta Code: pauri/dios

English (LSJ)

[ῐδ], η, ον,

   A = παῦρος, π. ἐπὶ χρόνον Hes. Op. 133.

German (Pape)

[Seite 537] poet. statt παῦρος, wenig, von der Zeit, Hes. O. 135, im neutr. παυρίδιον als adv., ein klein wenig.

Greek (Liddell-Scott)

παυρίδιος: -α, -ον, = παῦρος, π. ἐπὶ χρόνον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 132.

Greek Monolingual

-ίη, -ον, Α
υποκορ. μικρός, λίγος, βραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος + επίθημα -ίδιος. Το επίθ. έχει χρονική σημ. και έχει σχηματιστεί κατά τα επίσης χρονικά ἀΐδιος, αἰφνίδιος.