πατρογενής: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατρογενής''': αἰών, Ἰω. Λυδ. π. μηνῶν Β΄. 11. - Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἀποδοκιμάζεται ὡς κακὴ γραφή, εὑρεθεῖσα ἔν τισι χειρογράφοις τοῦ Σοφοκλέους (ἐν Ἀντιγόνῃ στ. 939) ἀντὶ τοῦ ὡς ὀρθοῦ [[ἐκεῖ]] θεωρουμένου [[προγενής]].
|lstext='''πατρογενής''': αἰών, Ἰω. Λυδ. π. μηνῶν Β΄. 11. - Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἀποδοκιμάζεται ὡς κακὴ γραφή, εὑρεθεῖσα ἔν τισι χειρογράφοις τοῦ Σοφοκλέους (ἐν Ἀντιγόνῃ στ. 939) ἀντὶ τοῦ ὡς ὀρθοῦ [[ἐκεῖ]] θεωρουμένου [[προγενής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />né dans le pays, indigène.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[γένος]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρογενής Medium diacritics: πατρογενής Low diacritics: πατρογενής Capitals: ΠΑΤΡΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: patrogenḗs Transliteration B: patrogenēs Transliteration C: patrogenis Beta Code: patrogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A begotten of the father, Orac. ap. Dam.Pr.206.

German (Pape)

[Seite 536] ές, väterliches Geschlechts, vom Vater stammend, einheimisch, πατρογενεῖς θεοί, = πατρῷοι, Soph. Ant. 938, v. l. προγενεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

πατρογενής: αἰών, Ἰω. Λυδ. π. μηνῶν Β΄. 11. - Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἀποδοκιμάζεται ὡς κακὴ γραφή, εὑρεθεῖσα ἔν τισι χειρογράφοις τοῦ Σοφοκλέους (ἐν Ἀντιγόνῃ στ. 939) ἀντὶ τοῦ ὡς ὀρθοῦ ἐκεῖ θεωρουμένου προγενής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né dans le pays, indigène.
Étymologie: πατήρ, γένος.