ἄλεσμα: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(6_5)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλεσμα''': -ατος, τό, = [[ἄλευρον]], Τζέτζ.
|lstext='''ἄλεσμα''': -ατος, τό, = [[ἄλευρον]], Τζέτζ.
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[ἄλεσμα]]) [[ἀλῶ]]<br />αυτό που αλέστηκε, το [[προϊόν]] της άλεσης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να αλέθει [[κανείς]], η [[άλεση]]<br /><b>2.</b> αυτό που μεταφέρεται στον μύλο για να αλεστεί.
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλεσμα Medium diacritics: ἄλεσμα Low diacritics: άλεσμα Capitals: ΑΛΕΣΜΑ
Transliteration A: álesma Transliteration B: alesma Transliteration C: alesma Beta Code: a)/lesma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything ground, ἐλαιῶν EM216.22.

German (Pape)

[Seite 93] τό, u. ἀλεσμός, ὁ, dasselbe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλεσμα: -ατος, τό, = ἄλευρον, Τζέτζ.

Greek Monolingual

το (Μ ἄλεσμα) ἀλῶ
αυτό που αλέστηκε, το προϊόν της άλεσης
νεοελλ.
1. το να αλέθει κανείς, η άλεση
2. αυτό που μεταφέρεται στον μύλο για να αλεστεί.