ἄλλαγμα: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄλλαγμα''': -ατος, τό, τὸ δι’ ἀνταλλαγῆς διδόμενον ἢ λαμβανόμενον· καινῆς διαίτης, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9.<br /> 2) ἡ τιμὴ πράγματος, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 132, Ἑβδ. (Δευτ. κγ΄, 18). | |lstext='''ἄλλαγμα''': -ατος, τό, τὸ δι’ ἀνταλλαγῆς διδόμενον ἢ λαμβανόμενον· καινῆς διαίτης, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9.<br /> 2) ἡ τιμὴ πράγματος, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 132, Ἑβδ. (Δευτ. κγ΄, 18). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> changement;<br /><b>2</b> échange, denrée échangée;<br /><b>3</b> prix d’un achat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is given or taken in exchange, καινῆς διαίτης Hp.VM3. 2 reward, price of a thing, AP12.132 (Mel.), LXX De.23.18(19). 3 change, vicissitude, LXX Si. 2.4.
German (Pape)
[Seite 102] τό, das Eingetauschte, Preis für etwas, τροφείων Mel. 58 (XII, 132); Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλαγμα: -ατος, τό, τὸ δι’ ἀνταλλαγῆς διδόμενον ἢ λαμβανόμενον· καινῆς διαίτης, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9.
2) ἡ τιμὴ πράγματος, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 132, Ἑβδ. (Δευτ. κγ΄, 18).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 changement;
2 échange, denrée échangée;
3 prix d’un achat.
Étymologie: ἀλλάσσω.