μισαλάζων: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑσᾰλάζων''': γεν. ονος, ὁ μισῶν τοὺς ἀλαζόνας, Λουκ. Ἁλιεύς, 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται μισαλαζών). | |lstext='''μῑσᾰλάζων''': γεν. ονος, ὁ μισῶν τοὺς ἀλαζόνας, Λουκ. Ἁλιεύς, 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται μισαλαζών). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui hait les vantards.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], ἀλάζων. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A hating boasters, Luc.Pisc.20.
German (Pape)
[Seite 189] ονος, Prahlen, Prahlerei hassend, Luc. Pisc. 20, μισαλαζών ist falsche Betonung.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσᾰλάζων: γεν. ονος, ὁ μισῶν τοὺς ἀλαζόνας, Λουκ. Ἁλιεύς, 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται μισαλαζών).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui hait les vantards.
Étymologie: μισέω, ἀλάζων.