πτερύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναιonly the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερύσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι, μέλλ. -ξομαι, ἀποθ., κινῶ τὰς πτέρυγας [[μετὰ]] ταχύτητος, κτυπῶ αὐτὰς ὡς ὁ ἀλεκτρυὼν [[ὅταν]] κράζῃ, Βαβρ. 65. 6, Αἰλ. π. Ζ. 7.7, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 41, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτερύσσεται· τὰ πτερὰ τινάσσει, πέτεται». ΙΙ. μεταφορ., γένηθα καὶ [[χαίρω]] καὶ [[πτερύσσομαι]], πετῶ ἀπὸ τὴν χαράν μου, Δίφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2, Φίλων 2. 418.
|lstext='''πτερύσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι, μέλλ. -ξομαι, ἀποθ., κινῶ τὰς πτέρυγας [[μετὰ]] ταχύτητος, κτυπῶ αὐτὰς ὡς ὁ ἀλεκτρυὼν [[ὅταν]] κράζῃ, Βαβρ. 65. 6, Αἰλ. π. Ζ. 7.7, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 41, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτερύσσεται· τὰ πτερὰ τινάσσει, πέτεται». ΙΙ. μεταφορ., γένηθα καὶ [[χαίρω]] καὶ [[πτερύσσομαι]], πετῶ ἀπὸ τὴν χαράν μου, Δίφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2, Φίλων 2. 418.
}}
{{bailly
|btext=battre des ailes pour prendre son essor.<br />'''Étymologie:''' [[πτέρυξ]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερύσσομαι Medium diacritics: πτερύσσομαι Low diacritics: πτερύσσομαι Capitals: ΠΤΕΡΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: pterýssomai Transliteration B: pteryssomai Transliteration C: pteryssomai Beta Code: pteru/ssomai

English (LSJ)

Att. πτερύττομαι, fut. πτερύξομαι,

   A flutter, flap the wings like a cock crowing, Babr.65.6, Luc.VH2.41, Ael.NA7.7, etc.; ἐπτερύσσετο shd. perh. be restd. for ἀπτ- in Archil.49 Diehl.    II metaph., triumph, exult, Diph.61.6.    2 become full-fledged, spread one's wings for flight, of the soul, Ph.2.32, al.

German (Pape)

[Seite 809] med., vgl. διαπτ., die Flügel bewegen, Luc. Icarom. 14, die Flügel schwin., en, mit den Flügeln schlagen, wie die jungen Vögel, die fliegen wollen, od. der krähende Hahn, καὶ φρυάσσομαι, Ael. H. A. 7, 7; übertr. vrbdt Diphil. bei Ath. VI, 236 c γέγηθα καὶ χαίρω τε καὶ πτερύσσομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πτερύσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, μέλλ. -ξομαι, ἀποθ., κινῶ τὰς πτέρυγας μετὰ ταχύτητος, κτυπῶ αὐτὰς ὡς ὁ ἀλεκτρυὼν ὅταν κράζῃ, Βαβρ. 65. 6, Αἰλ. π. Ζ. 7.7, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 41, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτερύσσεται· τὰ πτερὰ τινάσσει, πέτεται». ΙΙ. μεταφορ., γένηθα καὶ χαίρω καὶ πτερύσσομαι, πετῶ ἀπὸ τὴν χαράν μου, Δίφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2, Φίλων 2. 418.

French (Bailly abrégé)

battre des ailes pour prendre son essor.
Étymologie: πτέρυξ.